Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης : Ὁμιλίες στοὺς Μακαρισμούς, Μέρος Α΄, Ὁμιλία πρῶτη



ΛΟΓΟΣ Α΄

«Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὰ πλήθη, ἀνέβηκε στὸ ὄρος, κι ὅταν κάθισε, πλησίασαν οἱ μαθητές Του, κι ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκει, λέγοντας: Μακάριοι εἶναι οἱ ταπεινοί, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».


Ἐλᾶτε νὰ ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος τοῦ Κυρίου
1. Ποιὸς ἄραγε εἶναι ἄξιος ἀπὸ τοὺς ἐδῶ συναγμένους ὥστε καὶ μαθητὴς τοῦ Κυρίου νὰ γίνει καὶ ν' ἀνεβεῖ μαζί Του ἀπὸ τὶς ταπεινὲς καὶ χαμηλὲς σκέψεις στὸ πνευματικὸ ὄρος τῆς ὑψηλῆς θεωρίας; Τὸ ὄρος αὐτὸ εἶναι ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε σκιά, ποὺ ρίχνουν οἱ ὑπερυψωμένοι λόφοι τῆς κακίας, καὶ συγχρόνως καταυγάζεται ἀπὸ τὴ λάμψη τοῦ ἀληθινοῦ φωτός. Καὶ μέσα στὴ διαύγεια τῆς καθαρῆς ἀλήθειας κάνει θεατὰ ἀφ' ὑψηλοῦ ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι ἀθέατα γιὰ ὅσους βρίσκονται δεμένοι στὰ χαμηλά. Ποιὰ καὶ πόσα εἶναι αὐτά, ποὺ ἀπὸ τὸ ὕψος φαίνονται κάτω, ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.


Ὅταν, μακαρίζοντας αὐτοὺς ποὺ ἀνέβαιναν μαζί Του στὸ ὄρος, τοὺς ἀναπτύσσει, σὰν νὰ τοὺς δείχνει μὲ κάποιο δάκτυλο, ἀπὸ τὴ μία μεριὰ γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κι ἀπὸ τὴν ἄλλη γιὰ τὴν κληρονομιὰ τῆς ἄνω πατρίδας. Ἔπειτα τοὺς ἀναπτύσσει γιὰ τὴν εὐσπλαγχνία, τὴ δικαιοσύνη, τὴν παρηγοριὰ καὶ γιὰ τὴ συγγένεια ποὺ ἀναπτύσσεται μὲ τὸν Θεὸ τῶν ὅλων. Ἀκόμη τοὺς μιλάει γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν διωγμῶν, ποὺ εἶναι τὸ νὰ γίνει σύνοικος τοῦ Θεοῦ. Δείχνει ἀκόμη ὁ Κύριος κι ὅσα ἄλλα κοντὰ σ' αὐτὰ μπορεῖς νὰ βλέπεις ψηλὰ ἀπὸ τὸ ὄρος, ἀντικρίζοντάς τα ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ σκοπιὰ μὲ τὶς ἐλπίδες.

Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Κύριος ἀνεβαίνει στὸ ὄρος, ἂς ἀκούσουμε τὴν πρόσκληση τοῦ Ἠσαΐα ποὺ φωνάζει «Ἐλᾶτε νὰ ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος τοῦ Κυρίου» ( Ἠσ. 2,3). Κι ἂν εἴμαστε ἀδύνατοι ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, ἂς τονώσουμε τὰ κουρασμένα χέρια καὶ τὰ παραλυμένα γόνατα, καθὼς ὑποδεικνύει ὁ προφήτης ( Ἠσ. 35, 3). Γιατί ἂν φτάσουμε στὴν κορυφή, θὰ συναντήσουμε Ἐκεῖνον ποὺ γιατρεύει κάθε ἀσθένεια καὶ κάθε ἀδυναμία. Θὰ βροῦμε Ἐκεῖνον ποὺ σηκώνει ἐπάνω Του τὶς ἀσθένειες καὶ φορτώνεται τὶς ἀρρώστιες μας. Λοιπόν, ἂς τρέξουμε κι ἐμεῖς πρὸς τὴν ἄνοδο, γιὰ νὰ φτάσουμε μαζὶ μὲ τὸν Ἠσαΐα στὴν κορυφὴ τῆς ἐλπίδας καὶ νὰ δοῦμε ἀπὸ ψηλὰ τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖνα ποὺ δείχνει ὁ Κύριος σ' αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι Τὸν ἀκολούθησαν στὴν ἀνάβαση. Ἀλλὰ ἂς ἀνοίξει καὶ σὲ μᾶς τὸ στόμα Του, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς μᾶς διδάξει ἐκεῖνα, ποὺ τὸ ἄκουσμά τους εἶναι ἡ μακαριότητα. Ἂς ἀρχίσουμε δὲ τὴν μελέτη μας ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου.


Ἡ μακαριότητα
2. Μακάριοι, λέγει, εἶναι οἱ πτωχοὶ κατὰ τὸ πνεῦμα, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ποὺ ἀγαπάει τὸν χρυσό, τυχαίνει νὰ βρεῖ μέσα στὰ βιβλία πληροφορίες γιὰ τὴν ὕπαρξη θησαυροῦ σὲ κάποιο μέρος. Τὸ μέρος ὅμως ἐκεῖνο, ποὺ κρύβει τὸ θησαυρό, ἀπαιτεῖ πολὺ κόπο καὶ ἱδρώτα, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ θελήσουν νὰ ἀποκτήσουν τὸ χωράφι. Ἄραγε θὰ δειλιάσει μπροστὰ στοὺς κόπους καὶ θὰ ἀδιαφορήσει γιὰ τὸ κέρδος καὶ θὰ θεωρήσει πιὸ γλυκὸ ἀπὸ τὸν πλοῦτο τὸ νὰ μὴν κουραστεῖ καθόλου, προσπαθώντας νὰ τὸν ἀποκτήσει; Δὲν γίνονται ὅμως αὐτά, δὲν γίνονται. Ἀντίθετα μάλιστα, θὰ παρακαλέσει γι’ αὐτὸ ὅλους τοὺς φίλους. Κι ἀπ' ὅπου μπορεῖ, θὰ ζητήσει βοήθεια γι’ αὐτό, συγκεντρώνοντας πολλὰ χέρια καὶ θὰ ἰδιοποιηθεῖ τὸν κρυμμένο θησαυρό.

Αὐτὸς εἶναι ἀδελφοί, ἐκεῖνος ὁ θησαυρὸς γιὰ τὸν ὁποῖο μιλάει τὸ γράμμα, ἀλλὰ εἶναι κρυμμένος ὁ πλοῦτος κάτω ἀπὸ τὴν ἀσάφεια. Κι ἐμεῖς ποὺ ἐπιθυμοῦμε (ν' ἀποκτήσουμε) τὸ καθαρὸ χρυσάφι, ἂς χρησιμοποιήσουμε τὴ δύναμη τῶν προσευχῶν, ὥστε νὰ ἔλθει ὁ θησαυρὸς γιὰ χάρη μας στὴν ἐπιφάνεια κι ἂς τὸν μοιραστοῦμε ὅλοι ἐξίσου κι ὁ καθένας μας θὰ τὸν κατέχει ὁλόκληρο. Γιατί ἡ μοιρασιὰ τῆς ἀρετῆς εἶναι τέτοια, ὥστε καὶ νὰ μοιράζεται σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ τὴ διεκδικοῦν, κι ὅλη νὰ ἀνήκει στὸν καθένα, χωρὶς νὰ μειώνεται ἀνάμεσα σὲ ἐκείνους ποὺ παίρνουν μέρος σ' αὐτήν. Ἐνῶ στὴν μοιρασιὰ τοῦ ὑλικοῦ πλούτου ὅποιος ἀποσπάσει τὸ περισσότερο, ἀδικεῖ ἐκείνους ποὺ παίρνουν ἴσο μερίδιο. Γιατί, ὅποιος αὐξήσει τὸ δικό του μερίδιο, μειώνει ὁπωσδήποτε τὸ τοῦ ἄλλου ποὺ μετέχει στὴ μοιρασιά. Ἀλλὰ μὲ τὸ πνευματικὸ πλοῦτο συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὸν ἥλιο, ποὺ καὶ μοιράζεται σ' ὅλους ἐκείνους ποὺ τὸν βλέπουν, κι ὅλος ἀνήκει στὸν καθένα. Ἐπειδή, λοιπόν, καθὼς ἐλπίζουμε, τὸ κέρδος γιὰ τὸν καθένα θὰ εἶναι ἀνάλογο τοῦ κόπου, ἂς βοηθήσουμε ἐξίσου ὅλοι μὲ τὶς προσευχές, γιὰ νὰ πετύχουμε αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε.

Καὶ πρῶτα, λοιπόν, νομίζω ὅτι πρέπει νὰ κατανοήσουμε τί ἀκριβῶς σημαίνει ἡ λέξη μακαρισμός. Μακαριότητα, κατὰ τὴν γνώμη μου βέβαια, εἶναι μία περίληψη ὅλων ἐκείνων ποὺ ἐννοοῦμε σχετικὰ μὲ τὸ ἀγαθό. Ἀπ' αὐτὴ δὲν λείπει τίποτε ἀπ' ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἀγαθὴ ἐπιθυμία. Μποροῦμε ὅμως νὰ κάνουμε ἀκόμη σαφέστερη τὴν ἔννοια τοῦ μακαρισμοῦ, συγκρίνοντάς την μὲ τὸ ἀντίθετο. Καὶ ἀντίθετο πρὸς τὸ μακάριο εἶναι τὸ ἄθλιο. Ἀθλιότητα, λοιπόν, εἶναι ἡ ταλαιπωρία μέσα στὰ ἀξιοθρήνητα καὶ ἀθέλητα πάθη. Διακρίνονται δὲ μεταξύ τους, ἡ μακαριότητα κι ἡ ἀθλιότητα, ἀπὸ τὴν ἀντίθετη διάθεση ἐκείνων ποὺ θὰ βρεθοῦν σ' αὐτές. Δηλ. ὁ μὲν μακάριος εὐφραίνεται κι ἀγάλλεται, μὲ ὅσα ἔχει μπροστά του κι ἀπολαμβάνει, ἐνῶ ὁ ἄθλιος πονεῖ κι ὑποφέρει, μὲ ὅσα τὸν ἔχουν βρεῖ. Ἀληθινὰ δὲ μακαριστὴ ὕπαρξη εἶναι τὸ Θεῖο. Γιατί ὅ,τι καὶ νὰ ὑποθέσουμε πὼς εἶναι τὸ Θεῖο, μακαριότητα εἶναι ἐκείνη ἡ καθαρὴ ζωή, τὸ ἀνεκδιήγητο καὶ ἀκατάληπτο ἀγαθό, τὸ ἀνέκφραστο κάλλος, αὐτὸ ποὺ εἶναι ὅλο χάρη καὶ σοφία καὶ δύναμη, τὸ ἀληθινὸ φῶς, ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθότητας, ἡ ἀνώτερη ἐξουσία ὅλων, τὸ μόνο ποθητό, αὐτὸ ποὺ πάντα εἶναι τὸ ἴδιο, ἡ παντοτινὴ ἀγαλλίαση, ἡ αἰώνια εὐφροσύνη, γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ πολλά, κι ὅμως νὰ μὴν ἔχει πεῖ τίποτε τὸ ἰσάξιο. Γιατί οὔτε ὁ νοῦς πλησιάζει τὸν Θεό, μά, κι ἂν ἀκόμη μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε κάτι ἀπὸ τὰ ὑψηλότερα γι' Αὐτόν, μὲ κανέναν λόγο δὲν ἐκφράζεται αὐτὸ ποὺ θὰ γίνει κατανοητό.

Ἀφοῦ ὅμως ὁ δημιουργός τοῦ ἀνθρώπου τὸν ἔπλασε κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ κατὰ δεύτερο λόγο νὰ εἶναι μακάριο αὐτό, ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ καὶ μετέχει στὴν πραγματικὴ μακαριότητα. Γιατί μὲ τὴν σωματικὴ ὀμορφιὰ π.χ. τὸ πρωτότυπο κάλλος ὑπάρχει στὸ ζωντανὸ καὶ ὑπαρκτὸ πρόσωπο, ἐνῶ ἐκεῖνο, ποὺ ἀποτυπώνεται στὸν πίνακα μὲ τὴν ἀπομίμηση, ἔρχεται σὲ δεύτερη μοίρα. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ὑπερέχουσας μακαριότητας, ποὺ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση. Κι αὐτὴ στολίζεται μὲ τὸ ἀγαθὸ κάλλος, ὅταν φέρει πάνω της τὰ σημάδια τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ μακαρίου. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ βρωμιὰ τῆς ἁμαρτίας μουτζούρωσε τὸ κάλλος τῆς εἰκόνας, ἦλθε ὁ Χριστός, ποὺ μᾶς καθαρίζει μὲ τὸ δικό Του νερό, τὸ ὁποῖο εἶναι ζωογόνο καὶ ἀναβλύζει τὴν αἰώνια ζωή. Κι ἔτσι μποροῦμε ἐμεῖς ν' ἀποβάλουμε τὴν ἀσχημοσύνη τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἀνακαινισθοῦμε καὶ πάλι σύμφωνα μὲ τὴ μακάρια θεϊκὴ μορφή. Κι ὅπως στὴ ζωγραφικὴ τέχνη θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὁ εἰδικὸς στοὺς ἀρχάριους, πὼς καλὴ εἶναι ἐκείνη ἡ προσωπογραφία ποὺ ἔχει τὰ ἐπὶ μέρους συστατικά τοῦ σώματος τέτοια: ἔτσι νὰ εἶναι ἡ κόμη, οἱ κύκλοι τῶν ματιῶν, οἱ γραμμὲς τῶν φρυδιῶν, ἡ θέση τῶν παρειῶν καὶ ξεχωριστὰ ὅλα τὰ ἄλλα, μὲ τὰ ὁποῖα ὁλοκληρώνεται ἡ ὀμορφιά, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ποὺ ξαναζωγραφίζει τὴν ψυχή μας κατὰ τὴν ἀπομίμηση τοῦ μόνου μακαρίου, τοῦ Θεοῦ, περιγράφει μὲ τὸ λόγο τὰ ἰδιαίτερα στοιχεῖα ποὺ συμβάλλουν στὴν μακαριότητα. Καὶ πρῶτα λέγει: «Μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοὶ κατὰ τὸ πνεῦμα, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».


Ἡ μακαριζόμενη πτωχεία
3. Ἀλλὰ ποιὸ κέρδος θὰ προκύψει ἀπὸ τὴν μεγάλη αὐτὴ δωρεὰ τοῦ Κυρίου, ἂν δὲν ἀνακαλύψουμε τὸ βαθύτερο νόημα ποὺ κρύβεται στὸ βάθος τοῦ λόγου; Γιατί καὶ στὴν ἰατρικὴ πολλὰ φάρμακα ἀπὸ τὰ ἀκριβὰ καὶ δυσεύρετα παραμένουν ἀχρησιμοποίητα καὶ ἀνώφελα γιὰ ὅσους ἀγνοοῦν τὴν ἀξία τους, μέχρι ποὺ νὰ μάθουμε ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς σὲ τί εἶναι χρήσιμο τὸ καθένα ἀπὸ αὐτά. Τί σημαίνει, λοιπόν, ἡ πτωχεία τοῦ πνεύματος, μὲ τὴν ὁποία ἐξασφαλίζεται ἡ κατάκτηση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν; Ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ ἔχουμε μάθει δύο εἴδη πλούτου. Ὁ ἕνας εἶναι ἀξιοθαύμαστος καὶ ὁ ἄλλος ἀξιοκατάκριτος. Καὶ ὁ πλοῦτος τῶν ἀρετῶν εἶναι θαυμαστός, ἐνῶ ὁ ὑλικὸς καὶ γήινος κατακρίνεται. Γιατί ὁ μὲν ἕνας γίνεται κτῆμα τῆς ψυχῆς, ὁ δὲ ἄλλος εἶναι ἐπιτήδειος γιὰ νὰ ἐξαπατᾶ τὶς αἰσθήσεις. Γὶ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀπαγορεύει νὰ θησαυρίζουμε αὐτόν, ἐπειδὴ βρίσκεται ἐκτεθειμένος στὰ σκουλήκια γιὰ τροφὴ καὶ τὸν ἐπιβουλεύονται οἱ κλέφτες ( Ματθ. 6,19). Ἐπιβάλλει δὲ νὰ δείχνουμε προθυμία γιὰ τὸν πλοῦτο τῶν ἀνωτέρων ἀγαθῶν, ποὺ ἡ δύναμη τῆς φθορᾶς δὲν τὸν ἀγγίζει. Κι ὅταν λέγει σκουλήκια καὶ κλέφτες, ὑπονοεῖ ἐκεῖνον ποὺ καταστρέφει τοὺς θησαυροὺς τῆς ψυχῆς. Συνεπῶς ἂν ἡ φτώχεια ξεχωρίζεται ἀπὸ τὸν πλοῦτο, ἀσφαλῶς μποροῦμε κατ' ἀναλογία νὰ μάθουμε πὼς ὑπάρχει καὶ δύο εἰδῶν φτώχεια. Ἡ μία ἀπορρίπτεται, ἡ ἄλλη μακαρίζεται. Ἐκεῖνος π.χ. ποὺ εἶναι φτωχὸς ὡς πρὸς τὴν σωφροσύνη, ἢ στερεῖται τὸ πολύτιμο ἀπόκτημα τῆς δικαιοσύνης, ἢ τῆς σοφίας, ἢ τῆς σύνεσης, ἢ κάποιον ἄλλον ἀπὸ τοὺς πολύτιμους θησαυρούς, αὐτὸς ἀποδεικνύεται πεινασμένος, χωρὶς κτήματα καὶ φτωχός, ἄθλιος γιὰ τὴ φτώχεια καὶ ἀξιολύπητος γιὰ τὴν ἔλλειψη πολύτιμων κτημάτων. Ἐνῶ ὁ ἄλλος ποὺ θεληματικὰ στερεῖται ὅλα, ὅσα ὑπονοοῦνται γύρω ἀπὸ τὴν κακία, καὶ δὲν ἔχει ἀποθηκεύσει στὶς ἀποθῆκες του κανέναν ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ ἔχει ζῆλο πνευματικὸ καὶ μ' αὐτὸν θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὴν φτώχεια ἀπὸ τὰ κακά, αὐτὸς μπορεῖ νὰ παρουσιασθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο ὅτι βρίσκεται μέσα στὴ μακάρια φτώχεια, τῆς ὁποίας καρπὸς εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.



Ὁρᾶτε τὸ μέτρον τῆς ἑκουσίας πτωχείας
4. Ἀλλὰ ἂς ξαναγυρίσουμε στὴν ἐπεξεργασία τοῦ θησαυροῦ κι ἂς μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ κρυμμένου μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ μεταλλείου. Μακάριοι εἶναι, λέγει, οἱ πτωχοὶ κατὰ τὸ πνεῦμα. Τὸ ἔχουμε πεῖ αὐτὸ κατὰ κάποιο τρόπο καὶ πιὸ μπροστά, θὰ τὸ ποῦμε ὅμως καὶ τώρα, ὅτι σκοπὸς τοῦ ἐνάρετου βίου εἶναι ἡ ἐξομοίωση πρὸς τὸ Θεό. Ὅμως αὐτὸ ποὺ εἶναι χωρὶς πάθη καὶ καθαρό, ξεφεύγει ἐξολοκλήρου τὴν ἀπομίμηση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ ἐξομοιωθεῖ ἡ ἐμπαθὴς ζωὴ πρὸς τὴ φύση ποὺ δὲν ἐπιδέχεται πάθη. Ἂν ὅμως μόνο ὁ Θεὸς εἶναι μακάριος, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος (Α΄ Τιμ. 6,15), κι ἡ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ μακαριότητα γίνεται μὲ τὴν ἐξομοίωση πρὸς τὸν Θεό, τότε ἡ μίμηση εἶναι ἀδύνατη. Συνεπῶς ἡ μακαριότητα εἶναι κάτι τὸ ἄφθαστο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Κι ὅμως, ὑπάρχουν ὁρισμένες ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ ποὺ μποροῦν, ὅσοι θέλουν, νὰ τὶς μιμηθοῦν. Ποιὲς εἶναι αὐτές; Νομίζω ὅτι ὁ Κύριος ὀνομάζει πτωχεία τοῦ πνεύματος τὴ θεληματικὴ ταπεινοφροσύνη. Πρότυπο αὐτῆς μᾶς προβάλλει ὁ Ἀπόστολος τὴν πτωχεία τοῦ Κυρίου, «ὁ Ὁποῖος γιὰ μᾶς ἐπτώχευσε, μολονότι εἶναι πλούσιος, προκειμένου νὰ γίνουμε ἐμεῖς πλούσιοι χάρη στὴ δική του πτωχεία» (Β΄ Κορ. 8, 9). Ὅλες οἱ ἄλλες ἰδιότητες, ὅσες ἀναφαίνονται γύρω ἀπὸ τὴ θεία φύση, ξεπερνοῦν τὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἐνῶ ἡ ταπεινότητα εἶναι γιὰ μᾶς ἔμφυτη καὶ συνυπάρχει μὲ ὅσους προέρχονται ἐκ τῶν κάτω κι ἔχουν τὰ συστατικά τους γήινα καὶ στὴ γῆ ξαναπέφτουν. Σὺ ὁ ἴδιος ἀποκτᾶς τὰ χαρακτηριστικά τῆς μακαριότητας ὅταν μιμεῖσαι τὸν Θεὸ στὸ μέτρο τοῦ φυσικὰ δυνατοῦ. Κι ἂς μὴ νομίσει κανεὶς πὼς ἡ ταπεινοφροσύνη πετυχαίνεται μὲ εὐκολία καὶ χωρὶς κόπο. Τὸ ἀντίθετο συμβαίνει. Εἶναι ἡ πιὸ κουραστικὴ ἀρετὴ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ποὺ ἐπιδιώκουμε. Κι αὐτὸ γιατί; Διότι ἐνῶ κοιμᾶται ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει δεχθεῖ τὰ σπέρματα τοῦ καλοῦ, δέχεται τὸ σπόρο τῆς ἀντίθετης σπορᾶς ἀπὸ τὸν ἐχθρό τῆς ζωῆς μας καὶ ριζώνει τὸ ζιζάνιο τῆς ὑπερηφάνειας. Γιατί μ' ὅποιο τρόπο ἔριξε τὸν ἑαυτό του στὴ γῆ, ἐκεῖνος, δηλ. ὁ διάβολος, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο συμπαρέσυρε μαζί του στὴν κοινὴ πτώση καὶ τὸ ταλαίπωρο γένος τῶν ἀνθρώπων. Καὶ δὲν ὑπάρχει κανένα ἄλλο παρόμοιο κακὸ γιὰ τὴ φύση μας, ὅπως τὸ κακὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Τὸ πάθος, λοιπόν, τῆς ἔπαρσης φυτρώνει κατὰ κάποιο τρόπο μέσα σχεδὸν σὲ κάθε ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζει τοὺς μακαρισμοὺς ξεριζώνει ἀπὸ τὸ χαρακτήρα μας τὴν ὑπερηφάνεια ὡς ἄλλο πρωταρχικὸ κακό, μὲ τὸ νὰ μᾶς συμβουλεύει νὰ μιμούμαστε Ἐκεῖνον, ποὺ θεληματικὰ ἐπτώχευσε καὶ ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ἀληθινὰ μακάριος. Ἔτσι θὰ τραβήξουμε πάνω μας τὴν κοινωνία τῆς μακαριότητας, ἀφοῦ θὰ ἔχουμε ἐξομοιωθεῖ μὲ τὸ νὰ πτωχεύσουμε θεληματικά, ὅσο μποροῦμε κι ὅποιοι κι ἂν εἴμαστε. Νὰ ἔχετε μέσα σας τὸ φρόνημα ἐκεῖνο, γράφει ὁ Ἀπόστολος ( Φιλιπ. 2, 5 κ.ἑ. ) ποὺ εἶχε κι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος μολονότι ἦταν Θεός, δὲν θεώρησε κλεμμένο ἀγαθὸ τὸ νὰ εἶναι ἴσος μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἄδειασε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ θεότητα καὶ πῆρε τὴ μορφὴ τοῦ δούλου. Τί ἄλλο πτωχότερο ὑπάρχει ἀπὸ τὸ νὰ ἔλθει σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὴ φτωχή μας φύση; Ὁ Βασιλιὰς ἐκείνων ποὺ βασιλεύουν κι ὁ Κύριος ἐκείνων ποὺ ἐξουσιάζουν, θεληματικὰ φοράει τὸ δουλικὸ σχῆμα. Ὁ Κριτὴς τῶν πάντων γίνεται ὑποτελὴς καὶ πληρώνει φόρο στοὺς δυνάστες. Ὁ Κύριος τῆς δημιουργίας κατεβαίνει στὸ σπήλαιο. Δὲ βρίσκει θέση στὸ χάνι Ἐκεῖνος ποὺ περικρατεῖ τὰ πάντα, ἀλλὰ πετιέται σὲ μία ἄκρη μέσα στὴ φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων. Ὁ καθαρὸς καὶ ἀκηλίδωτος παίρνει πάνω του τὸ μολυσμὸ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Καὶ ἀφοῦ περάσει ἀπὸ ὅλες τὶς φάσεις τῆς πτωχείας μας, φθάνει καὶ σ' αὐτὴ τὴ δοκιμὴ τοῦ θανάτου. Βλέπετε τὸ μέγεθος τῆς θεληματικῆς συγκατάβασης; Καὶ γεύεται ἡ ζωὴ τὸ θάνατο. Ὁ Κριτὴς ὁδηγεῖται στὸ δικαστήριο. Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς τῶν ὄντων φθάνει, γιὰ νὰ ἀκούσει τὴν ἀπόφαση τοῦ δικαστῆ. Ὁ Βασιλιὰς κάθε ὑπερκόσμιας δύναμης δὲν ἀποφεύγει τὰ χέρια τῶν δημίων. Πρὸς αὐτὸ τὸ πρότυπό σου, λέγει ὁ Ἀπόστολος, νὰ ἀποβλέπει τὸ μέτρο τῆς ταπεινοφροσύνης σου.



Ἡ ματαιότητα τῆς ἀλαζονείας
5. Μοῦ φαίνεται ὅμως πὼς ἴσως εἶναι καλὸ νὰ ἐξετάσουμε καὶ τὸν παραλογισμὸ τοῦ πάθους αὐτοῦ, ὥστε νὰ γίνει εὔκολα κατορθωτὴ γιὰ μᾶς ἡ μακαριότητα, ἀφοῦ μὲ μεγάλη ἐπιδεξιότητα κι εὐκολία θὰ πετυχαίνουμε τὴν ταπεινοφροσύνη. Γιατί ὅπως οἱ καλοὶ γιατροί, ἐξουδετερώνοντας τὸ αἴτιο ποὺ γεννάει τὴ νόσο, ἐλέγχουν εὔκολα τὴν ἀρρώστια, ἔτσι κι ἐμεῖς θὰ κάνουμε εὐκολοπερπάτητο γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας τὸ δρόμο τῆς ταπεινοφροσύνης, ὅταν ὑποτάξουμε μὲ τὴ σκέψη τὴν ἀλαζονεία τῶν ὑπερηφάνων.

Ἀπὸ ποιὸ σημεῖο θὰ ἀποδείκνυε κανεὶς καλύτερα τὴ ματαιότητα τῆς περηφάνιας; Ἀπὸ ποιὸ ἄλλο παρὰ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποδείξει ποιὰ ἀκριβῶς εἶναι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου; Γιατί ὅποιος ἐξετάζει τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι τὰ γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, δικαιολογημένα δὲν θὰ καταντήσει σὲ αὐτὸ τὸ πάθος. Τί εἶναι, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος; Θέλεις νὰ σοῦ πῶ τὸν πιὸ σεβαστὸ καὶ τὸν πιὸ ὑπολογίσιμο ἀπὸ ὅλους τους λόγους; Ἄκουσε λοιπόν. Ἐκεῖνος ποὺ στολίζει τὰ ἀνθρώπινα καὶ διαμορφώνει τὴν ἀνθρώπινη εὐγένεια κατὰ τρόπο ὑπερβολικὰ ἐντυπωσιακό, καταρτίζει τὴν γενεαλογία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴν λάσπη. Κι ἂν θελήσεις νὰ μάθεις τὸν συνηθισμένο κι ἀκριβῆ τρόπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἄφησε, καλύτερα νὰ μὴν πεῖς τίποτε γι’ αὐτόν. Νὰ μὴν πεῖς λέξη. Νὰ μὴν ξεσκεπάσεις, ὅπως ὁρίζει ὁ Νόμος ( Λευτ. 18,6 κ.ἑ ) τὴν ἀσχημοσύνη τοῦ πατέρα σου καὶ τῆς μητέρας σου. Νὰ μὴν κοινολογήσεις, ὅσα ἀξίζουν νὰ ξεχαστοῦν καὶ νὰ ἀποσιωπηθοῦν ἐντελῶς. Καὶ ἔπειτα δὲν ντρέπεσαι, ἐσὺ ποὺ εἶσαι χωματένιο ὁμοίωμα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο γίνεσαι σκόνη, σύ, ποὺ σὰν τὴν φούσκα ἔχεις μέσα σου τὸ φούσκωμα, τὸ ὁποῖο γρήγορα χάνεται, ὅταν γεμίζεις ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ καίγεσαι ἀπὸ παντοῦ ἐξαιτίας τῆς ἀλαζονείας καὶ μὲ τὶς ἀνόητες ἰδέες παίρνουν τὰ μυαλά σου ἀέρα; Δὲν προσέχεις καὶ στὰ δύο ἄκρα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, δηλαδὴ καὶ πῶς ἀρχίζει καὶ σὲ τί καταλήγει;

Ἀλλὰ περηφανεύεσαι γιὰ τὴ νεότητά σου καὶ κοιτάζεις τὴν ἡλικία στὸ ἄνθος της καὶ καυχιέσαι γιὰ λίγο, γιατί τὰ χέρια σου εἶναι ἀκμαιότατα γιὰ νὰ κινοῦνται καὶ τὰ πόδια ἐλαφρὰ γιὰ τὸ πήδημα κι ἀνεμίζουν στὸ ἐλαφρὸ ἀεράκι τὰ μαλλιὰ καὶ στὰ μάγουλα ξεφυτρώνει τὸ πρῶτο ἀνδρικὸ τρίχωμα καὶ γιατί τὸ φόρεμά σου καταστολίζεται μὲ τὸ πορφυρὸ βάψιμο καὶ τὰ μεταξωτὰ φορέματά σου τὰ ἔχεις κεντήσει μὲ παραστάσεις πολεμικὲς ἢ κυνηγετικὲς ἢ μὲ ἄλλες ἱστορίες; Ἢ μήπως (περηφανεύεσαι) νὰ προσέχεις μὲ σχολαστικότητα τὰ πέδιλα ποὺ γυαλίζουν στὸ μαῦρο χρῶμα καὶ σ' εὐχαριστοῦν ἰδιαίτερα κατὰ τρόπο περίεργο μὲ τὶς γραμμὲς τῆς ραφῆς τους; Σ' αὐτὰ προσέχεις καὶ δὲν βλέπεις τὸν ἑαυτό σου; Νὰ σοῦ δείξω, σὰν σὲ καθρέφτη, ποιὸς εἶσαι καὶ τί ἀκριβῶς εἶσαι.



Ὄνειρο ποὺ φαίνεται καὶ χάνεται κάθε στιγμὴ
6. Δὲν εἶδες σὲ νεκροταφεῖα τὰ μυστήρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας; Δὲν εἶδες τὸν στοιβαγμένο σωρὸ τῶν ὀστῶν; Κρανία ἀπογυμνωμένα ἀπὸ σάρκες, θέαμα φοβερὸ κι ἀπαίσιο, νὰ φαίνονται μὲ ἀδειανὲς τὶς κόγχες τῶν ματιῶν. Εἶδες στόματα ἀνοικτὰ ( χάσκοντα ) καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος νὰ ἔχουν διασκορπιστεῖ ἀπὸ τὸ συναρμολογημένο σῶμα; Ἂν εἶδες ἐκεῖνα, μέσα σ' ἐκεῖνα ἔχεις δεῖ τὸν ἑαυτό σου. Ποῦ εἶναι τὰ σημάδια τοῦ σημερινοῦ ἄνθους; Ποῦ εἶναι τὸ ὡραῖο χρῶμα τοῦ μάγουλου; Ποῦ εἶναι τὸ χαμόγελο ποὺ ἄνθιζε στὰ χείλη; Ποῦ εἶναι μέσα στὰ μάτια ἡ αὐστηρὴ ὀμορφιά, ἡ ὁποία φωτιζόταν ἐλαφρὰ κάτω ἀπὸ τὸ περίβλημα τῶν φρυδιῶν; Ποῦ εἶναι ἡ ἴσια μύτη στὴ μέση τῆς ὀμορφιᾶς τῶν παρειῶν. Ποῦ εἶναι τὰ ριγμένα πάνω στὸν αὐχένα μαλλιά; Ποῦ εἶναι οἱ γύρω ἀπὸ τοὺς κροτάφους πλεξίδες; Ποῦ εἶναι τὰ χέρια ποὺ ἐξαπολύουν βέλη; Ποῦ εἶναι τὰ πόδια ποὺ καβαλλικεύουν ἄλογα; Ἡ πορφύρα, ἡ βύσσος, ὁ ἐλαφρὸς ἐπενδύτης, ἡ ζώνη, τὰ πέδιλα, τὸ ἄλογο, τὸ τρέξιμο, ἡ αὐθάδης ἔπαρση, ὅλα ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα αὐξάνει τώρα ἡ ἀλαζονεία σου; Πές μου ποῦ διακρίνεις σ' ἐκείνους αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα τώρα περηφανεύεσαι καὶ ὑψηλοφρονεῖς; Ποιὸ ὄνειρο εἶναι τόσο ἀνύπαρκτο; Ποιὰ φαντασιοκοπήματα ποὺ γεννιῶνται στὸν ὕπνο εἶναι τέτοια; Ποιὰ σκιὰ εἶναι τόσο ἀδύνατη καὶ ἄπιαστη, ὅπως εἶναι τὸ νεανικό σου ὄνειρο, ποὺ ἅμα φανεῖ, ἀμέσως χάνεται; Κι αὐτὰ μὲν εἶχα νὰ ὑπενθυμίσω στοὺς νέους, ποὺ ἀνοηταίνουν ἐξαιτίας τῆς ἀσυμπλήρωτης ἡλικίας τους.

Τί νὰ πεῖ κανεὶς ὅμως γιὰ τοὺς ἤδη ὥριμους; Γι’ αὐτοὺς ἡ μὲν ἡλικία πέρασε, ὁ χαρακτήρας εἶναι ὅμως ἀσταθὴς κι ἡ ἀσθένεια τῆς περηφάνειας ἐπιδεινώνεται. Ὑψηλοφροσύνη ὀνομάζουν αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τοῦ χαρακτήρα. Αἰτία δὲ τῆς περηφάνειας, ὥς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, εἶναι ἡ ἀρχομανία καὶ ἡ σχετικὴ μ' αὐτὴν ἐξουσία. Καὶ τὸ παθαίνουν αὐτὸ εἴτε ὅταν πάρουν στὰ χέρια τους τὴν ἐξουσία, εἴτε ὅταν προετοιμάζονται γι’ αὐτήν, ἢ ἀκόμη ἀπὸ σχετικὲς μὲ αὐτὲς διηγήσεις, ποὺ ἀνανεώνουν πολλὲς φορὲς τὴν ἀσθένεια. Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ τὸν ἀκούσουν, ἀφοῦ τὰ αὐτιὰ τους ἔχουν βουλώσει ἀπὸ τὶς φωνὲς τῶν κηρύκων; Ποιὸς μπορεῖ νὰ τοὺς πείσει, ὅτι δὲν διαφέρουν καθόλου ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ κινοῦνται ἐπιδεικτικὰ πάνω στὴν θεατρικὴ σκηνή; Ἀλλὰ ἐκεῖνοι τουλάχιστον φοροῦν κι ἕνα προσωπεῖο ἀπὸ τὰ λεπτοκαμωμένα, καὶ πορφύρα χρυσοκέντητη, κι ἡ πομπὴ της γίνεται πάνω σὲ ἅρμα καὶ παρόλα αὐτὰ σ' αὐτοὺς δὲν εἰσχωρεῖ τὸ μικρόβιο τῆς περηφάνιας ἐξαιτίας ὅλων αὐτῶν. Ἀλλὰ ὅποια ἰδέα ἔχουν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους πρὶν ἀνεβοῦν στὴ σκηνή, τὴν ἴδια διατηροῦν μέσα τους καὶ ὅταν βρίσκονται πάνω στὴ σκηνή. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ δὲν στεναχωροῦνται ὅταν κατέβουν ἀπὸ τὸ ἅρμα καὶ ὅταν ἀφαιρέσουν τὸ προσωπεῖο. Ὅσοι ὅμως κινοῦνται ἐπιδεικτικὰ πάνω στὴ σκηνὴ τῆς ζωῆς, κατέχοντας κάποιο ἀξίωμα, δὲν σκέπτονται οὔτε τὸ πρὶν ἀπὸ λίγο, δηλ. τὸ αὔριο, καὶ φουσκώνουν ὅπως οἱ φοῦσκες μὲ τὸ φούσκωμα. Ἔτσι κι αὐτοὶ φουσκώνουν ἀπὸ τὴ μεγάλη φωνὴ τοῦ κήρυκα καὶ φοροῦν πάνω στὸν ἑαυτὸ τους τὰ χαρακτηριστικὰ κάποιου ξένου προσωπείου καὶ μεταβάλλουν τὴ φυσικὴ διάθεση τοῦ προσώπου τους καὶ δὲν γελοῦν ἢ παριστάνουν τὸν φοβισμένο. Ἐφευρίσκουν κι ἕνα τρόπο ὁμιλίας πιὸ σκληρό, κάνοντάς την νὰ μοιάζει μὲ φωνὴ θηρίου, γιὰ νὰ προκαλέσει κατάπληξη σὲ ὅσους τὴν ἀκούουν. Δὲν παραμένουν μέσα στὰ ἀνθρώπινα ὅρια, ἀλλὰ διαφημίζουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς ἀπιδιὰ τῆς θεϊκῆς δύναμης καὶ ἐξουσίας. Πιστεύουν πὼς εἶναι κύριοι τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὅτι στὸν ἕνα ἀπ' αὐτοὺς ποὺ δικάζουν δίνουν ἀθωωτικὴ ψῆφο, ἐνῶ τὸν ἄλλο τὸν καταδικάζουν μὲ θάνατο. Καὶ δὲν προσέχουν οὔτε καὶ τοῦτο, ποιὸς δηλ. εἶναι ὁ ἀληθινὰ κύριος τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὁ ὁποῖος καθορίζει καὶ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος της. Καὶ ὅμως αὐτὸ καὶ μόνο εἶναι ἀρκετὸ γιὰ τὸ χτύπημα τῆς ἀλαζονείας, τὸ ὅτι δηλ. βλέπουμε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες νὰ ἁρπάζονται ἀπὸ τοὺς θρόνους τους καὶ ἀπὸ τὸ προσκήνιο τῆς ἐξουσίας καὶ νὰ μεταφέρονται ἔξω στοὺς τάφους κι ὁ θρῆνος γιὰ τὸ θάνατό τους νὰ διαδέχεται τὶς φωνὲς τῶν κηρύκων.


«... τῶν καθελκόντων πτωχεύσωμεν »
7. Πῶς εἶναι λοιπόν, κανεὶς κύριος τῆς ξένης ζωῆς, ὅταν εἶναι ξένος τῆς δικῆς του; Κι αὐτὸς ἂν μὲν εἶναι πτωχὸς στὸ πνεῦμα, δηλ. ταπεινός, καὶ προσβλέπει στὸ Χριστό, ποὺ γιὰ μᾶς θεληματικὰ πτώχευσε, κι ἀκόμη προσέχει στὴν ὁμοτιμία τῆς φύσης, δὲ θὰ βρίσκει καθόλου τὴν τιμὴ τοῦ ὁμοίου, ἐξαιτίας τῆς ψεύτικης ἐκείνης ἐπίδειξης γύρω ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ μακάριος, ἐπειδὴ μὲ τὴν ἐφήμερη ταπεινοφροσύνη πῆρε ὡς ἀντάλλαγμα τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μὴν ἀπορρίψεις, ἀδελφέ, καὶ τὸν ἄλλο λόγο τῆς πτωχείας ποὺ ἀποφέρει ὡς κέρδος τὸν οὐράνιο πλοῦτο, καὶ λέγει «Πώλησε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς πτωχοὺς καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις καὶ θὰ ἀποκτήσεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανοὺς» ( Ματθ. 19, 21). Γιατί νομίζω πὼς κι αὐτὴ ἡ πτωχεία δὲν εἶναι ἀσυμβίβαστη μ' ἐκείνη ποὺ μακαρίζει ὁ Κύριος. Γιατί λέγει πρὸς τὸ διδάσκαλο ὁ μαθητής: «Μακάριοι ὅσοι εἶναι πτωχοὶ στὸ πνεῦμα, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Θέλεις νὰ κατανοήσεις ποιὸς εἶναι ὁ πτωχὸς στὸ πνεῦμα; Ἐκεῖνος ποὺ ἀνταλάσσει τὸ πλοῦτο τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ὑλικὴ εὐμάρεια. Πτωχεύει στὸ πνεῦμα ὅποιος πετάει ἀπὸ πάνω του, σὰν ἄλλο βάρος, τὸν ὑλικὸ πλοῦτο γιὰ νὰ ἀνέβει πρὸς τὰ ἄνω μετέωρος καὶ μέσα ἀπὸ τὸν ἀέρα, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος (Α΄ Θεσ. 4,16) «πορεύεται μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ πάνω στὶς νεφέλες».

Τὸ χρυσάφι εἶναι πράγμα βαρύ. Βαριὰ εἶναι κι ὅλα τὰ ἐπιδιωκόμενα ὑλικὰ πλούτη. Ἀνάλαφρο καὶ πρὸς τὰ ἄνω φερόμενο πράγμα εἶναι ἡ ἀρετή. Μεταξύ τους, ὅμως, αὐτά, τὸ βαρὺ καὶ τὸ ἐλαφρό, εἶναι ἀντίθετα. Συνεπῶς εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει κανεὶς ἀνάλαφρος, ὅταν ἔχει καρφώσει τὸν ἑαυτὸ του πάνω στὸ βάρος τῆς ὕλης. Ἐὰν πρέπει, λοιπόν, νὰ ἀνεβοῦμε στὰ ψηλά, θὰ πτωχεύσουμε ὡς πρὸς ἐκεῖνα ποὺ μᾶς τραβοῦν πρὸς τὰ κάτω, γιὰ νὰ φθάσουμε στὰ ψηλά. Ποιὸς εἶναι ὁ τρόπος, μᾶς τὸ λέγει ὁ ψαλμωδός: «Σκορπίζει, δίνει στοὺς πεινασμένους, ἡ ἀρετὴ του μένει αἰώνια» ( Ψαλμ. 101, 9). Ὅποιος κοινωνεῖ στὴν πτωχεία τοῦ πτωχοῦ, κατατάσσει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ ἐπτώχευσε γιά μᾶς. Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπτώχευσε, οὔτε κι ἐσὺ νὰ φοβηθεῖς στὴν πτωχεία. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ γιὰ μᾶς ἐπτώχευσε, βασιλεύει σ' ὅλη τὴ δημιουργία. Ἄν, λοιπόν, πτωχεύσεις μαζὶ μὲ τὸν πτωχεύσαντα Κύριο καὶ θὰ βασιλεύσεις μαζὶ μὲ τὸν Βασιλεύοντα. Ἀλήθεια, εἶναι μακάριοι οἱ πτωχοὶ στὸ πνεῦμα, ἐπειδὴ σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἴθε κι ἐμεῖς νὰ βρεθοῦμε ἄξιοι αὐτῆς τῆς βασιλείας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα κι ἡ ἐξουσία στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

--------------------------------------------------------------------------------------
πηγή: Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Λόγοι εις τους μακαρισμούς, Ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, ἰστολόγιο paterikakeimena.blogspot.com

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Δύσεως, Μ. Βασιλείου (ἀπόσπασμα)


Γνώριμα δὲ τὰ θλίβοντα ἡμᾶς, κἄν ἡμεῖς μὴ λέγωμεν. Εἰς πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ἐκκέχυται. Καταπεφρόνηται τὰ τῶν Πατέρων δόγματα, Ἀποστολικαὶ παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπολιτεύεται· τεχνολογοῦσι λοιπόν, οὐ θεολογοῦσιν οἱ ἄνθρωποι· ἡ τοῦ κόσμου σοφία τὰ πρωτεῖα φέρεται παρωσαμένη τὸ καύχημα τοῦ Σταυροῦ. Ποιμένες ἀπελαύνονται, ἀντεισάγονται δὲ λύκοι βαρεῖς, διασπῶντες τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τὰ παλαιὰ συγκρίνοντες τοῖς παροῦσιν· οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μὴ εἰδότες οἵων ἐστέρηνται.

Μ. Βασιλείου, "Πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Δύσεως"
Ἀπόσπασμα


Απόδοση στη Νέα Ελληνική

Τα δεινά που μας θλίβουν είναι γνωστά, έστω κι αν εμείς δεν τα αναφέρουμε τώρα, καθώς έχουν καιρό τώρα ακουσθεί σε όλη την οικουμένη. Τα δόγματα των Πατέρων έχουν καταφρονηθεί, οι Αποστολικές παραδόσεις έχουν εξουθενωθεί και στις Εκκλησίες έχουν ισχύ τα εφευρήματα πολυμηχάνων ανθρώπων. Οι άνθρωποι τώρα περισσότερο τεχνολογούν, παρά θεολογούν και η σοφία του κόσμου, έχοντας απωθήσει το καύχημα του Σταυρού, κατέχει πλέον τα πρωτεία. Ποιμένες εξορίζονται και εισάγονται αντί αυτών λύκοι βαρείς, που διασπούν το ποίμνιο τού Χριστού. Οι ευκτήριοι οίκοι είναι ερηπωμένοι από εκκλησιαζομένους και οι ερημιές γεμάτες από ανθρώπους που υποφέρουν. Οι πρεσβύτεροι οδύρονται, συγκρίνοντας τα παλιά με τα παρόντα και οι νέοι είναι ελεεινότεροι, γιατί δεν γνωρίζουν ποιων αγαθών έχουν στερηθεί.

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018

Εαυτόν μη αδικούντα, ουδείς παραβλάψαι δύναται... Ιερού Χρυσοστόμου




Η πραγματεία «Εαυτόν μη αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δύναται» γράφτηκε τη εποχή της δευτέρας εξορίας του αγίου Χρυσοστόμου (404-407) και πιθανώς στην Κουκουσόν της Αρμενίας το έτος 406. Στην πραγματεία αυτή ο άγιος Χρυσόστομος υποστηρίζει ότι η ευτυχία ή η δυστυχία, η ζημία ή η ωφέλεια στον άνθρωπο δεν εξαρτώνται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος ούτε από τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν, αλλά είναι καταστάσεις εντελώς υποκειμενικές. Η ευτυχία ή η δυστυχία εξαρτώνται μόνο από εμάς και ανάλογα με το αν τηρούμε ή όχι το θέλημα του Θεού. Συνεπώς δεν μπορούμε να κατηγορούμε την πρόνοια του Θεού αλλά ούτε και τους ανθρώπους ή τις συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνία κάθε εποχής για το ότι μας συμβαίνει, αλλά μόνο τον εαυτό μας. Εμείς είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να τον αδικήσουμε. Εάν εμείς δεν τον αδικούμε κανένας δεν μπορεί να μας αδικήσει. Ας δούμε την θαυμάσια αυτή πραγματεία του μεγάλου αγίου της Εκκλησίας μας σε περιληπτική διασκευή.

Γνωρίζω ότι ο λόγος μου θα φανεί παράδοξος και γελοίος.Μη απορρίψεις όμως καμμία γνώμη εκ των προτέρων, αν δεν ακούσεις τα επιχειρήματά της. Όσο δίκαια και σωστή κι αν φαίνεται η δική σου. Αυτό κάνουν και οι σωστοί δικαστές.

Σήμερα όλοι πιστεύουν ότι όλα έχουν γίνει άνω κάτω. Οι αδύνατοι αδικούνται, υβρίζονται, βλάπτονται. Οι πτωχοί καταδυναστεύονται... Όπως δεν μπορούμε να μετρήσουμε τα κύματα της θάλασσας, έτσι δεν μπορούμε να μετρήσουμε τις αδικίες που γίνονται. Και για όλα αυτά, λένε κάποιοι, φταίει η πρόνοια του Θεού.

Ας δούμε όμως τι είναι αδικία, τι είναι αρετή και από τι βλάπτεται.

Το σίδερο το βλάπτει η σκουριά, το μαλλί ο σκόρος, τα πρόβατα οι λύκοι, τα σώματα οι ασθένειες και ούτω καθ’ εξής. Λοιπόν τι βλάπτει την αρετή; Η φτώχεια, η ασθένεια, η χρηματική ζημία, η συκοφαντία, ο θάνατος; Μήπως η φυλακή, η εξορία, ο σεισμός, η πλημμύρα και γενικά το λεγόμενο φυσικό κακό; Ή μήπως την βλάπτει η αμαρτία και ότι καταστρέφει την αρετή;

Ας δούμε με παραδείγματα τι είναι αρετή.

Αρετή του αλόγου τι είναι; Μήπως να έχει χρυσά χαλινάρια, χρυσά λουριά, σέλα από μεταξωτά υφάσματα και να έχει χαίτη πλεγμένη με χρυσά σχοινιά; Ή να είναι γρήγορο, ανθεκτικό, ακούραστο, άφοβο και υπάκουο;

Αρετή της αμπέλου είναι να έχει κλήματα και φύλλα ωραία ή να είναι κατάφορτη από καρπούς;

Ποιά η αρετή του ανθρώπου;

Μήπως είναι τα χρήματα, για να φοβηθούμε την πτωχεία;

Μήπως η υγεία, για να φοβηθούμε την αρρώστια;

Μήπως η εκτίμηση των πολλών, για να φοβηθούμε την συκοφαντία;

Μήπως το ζην εική και ως έτυχε, για να φοβηθούμε το θάνατο;

Μήπως η ελευθερία για ν’ αποφύγουμε τη δουλεία;

Αρετή όμως είναι η των αληθών δογμάτων η ακρίβεια και η κατά βίο ορθότητα. Αυτά κανείς, ούτε ο διάβολος, μπορεί να μας τα αφαιρέσει, αν προσέχουμε.



Το παράδειγμα του Ιώβ μας αποκαλύπτει και πρακτικά όσα είπαμε θεωρητικά.

Ο διάβολος του αφαίρεσε την περιουσία, για να τον εξαναγκάσει να βλασφημήσει.

Του γέμισε το σώμα με έλκη, για να τον καταβάλει ψυχικά.

Τον πολύτεκνο τον έκανε άτεκνο, για να του σπάσει το ηθικό.

Δεν τον εξόρισε σε άλλη πόλη και οικία, αλλά τον πέταξε στην κοπριά.

Έκανε να τον απαρνηθούν και οι φίλοι του και η γυναίκα του.

Κι όμως εκείνος υπήρξε άκαμπτος και άτρωτος. Σε τίποτα δεν αδικήθηκε.

Τον Αδάμ δεν τον υποσκέλισε ο διάβολος, αλλά η απερισκεψία του και η ραθυμία του. 

Τον Άβελ δεν τον έβλαψε ο πρόωρος θάνατος ούτε τον Κάιν ωφέλησε ο φόνος. Ο πρώτος εγκωμιάζεται εις τους αιώνες και βλέπει το Θεό σαν φως, ο δεύτερος έχει γίνει σιχαμερός και απεχθής εις τους αιώνες και βλέπει το Θεό σαν φωτιά.

Τον Ιωσήφ τι τον έβλαψε το μίσος των αδελφών του, η συκοφαντία της γυναίκας του Πετεφρή, η φυλακή...

Τους αποστόλους οι οποίοι παλεύαν συνέχεια με πείνα, δίψα, γυμνότητα, διωγμούς, κατατρεγμούς, συκοφαντίες και στο τέλος μαρτύρησαν, τι αδικήθηκαν απ’ όλα αυτά. 

Τον φτωχό και ασθενή Λάζαρο τι τον ζημίωσε η φτώχεια, η εγκατάλειψη, η ασθένεια, η πείνα, η θέα της ευτυχίας των άλλων ενώ αυτός έπασχε; Όχι απλώς δεν τον βλάψανε όλα αυτά, αλλά αντίθετα εξ αιτίας αυτών πήρε τα στεφάνια, γιατί δεν βαρυγκώμησε και τα υπέμεινε όλα. Γιατί από μόνα τους αυτά ούτε μας δίνουν τη σωτηρία ούτε μας οδηγούν στην κόλαση.

Συνεπώς όχι μόνο δεν αδικείται κανείς από κανένα, αλλά και περισσότερα κερδίζει, εάν προσέχει τον εαυτό του.



Μα τότε, αφού δεν αδικεί κανείς, γιατί υπάρχει κόλαση και τόσες τιμωρίες; Μη συγχέουμε τα πράγματα. Γιατί δε λέω ότι κανείς δεν αδικεί, αλλά ότι κανείς δεν αδικείται. 

Πολλοί είναι οι αδικούντες, ουδείς όμως ο αδικούμενος.

Τον Ιωσήφ τον αδίκησαν οι αδελφοί του, αυτός όμως δεν αδικήθηκε.

Τον Άβελ το αδίκησε ο Κάιν, αλλά αυτός δεν αδικήθηκε.

Ο Θεός δεν καταργεί τις τιμωρίες λόγω της αρετής των πασχόντων. Διότι αυτοί, αν γίνονται καλύτεροι, το οφείλουν στην υπομονή τους και όχι στην κακία αυτών που τους επιβουλεύονται.

Συνεπώς σου αφαίρεσαν χρήματα; Πες ότι «γυμνός βγήκα από την κοιλιά της μητέρας μου και γυμνός θα φύγω (στον άλλο κόσμο) (Ιώβ 1,21). «Τίποτα δεν φέραμε στον κόσμο αυτό· φανερό είναι ότι και τίποτα δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας (Α´Τιμ. 6,7).

Σε κακολόγησαν και σε περιέλουσαν με αμέτρητες βρισιές; Θυμήσου αυτά που είπε ο Κύριος μας, ότι «Αλλοίμονο σας, όταν σας επαινούν όλοι οι άνθρωποι (Λκ. 6,26). Είστε όμως μακάριοι όταν σας βρίζουν και σας καταδιώκουν και λένε ψευδόμενοι κάθε είδους συκοφαντία, εξ αιτίας μου. Να είστε χαρούμενοι όταν σας συμβαίνουν αυτά και να νιώθετε ικανοποίηση, γιατί ο μισθός σας είναι πολύς εις τους ουρανούς. Διότι τα ίδια έκαναν και στους προφήτες, που ήταν πριν από σας (Ματθ. 5,11-12).

Σε εξόρισαν; Κατάλαβε ότι δεν είναι εδώ η πατρίδα σου και ότι στην πραγματικότητα είσαι εξόριστος, όπου κι αν βρίσκεσαι.

Αρρώστησες; Πες αυτό που λέγει ο Παύλος ότι δεν απελπιζόμαστε, διότι όσο ο εξωτερικός άνθρωπος (το σώμα) διαρκώς φθείρεται, όμως ο εσωτερικός άνθρωπος (η ψυχή) διαρκώς ανανεώνεται (Β´Κορ. 4,16).

Αλλά μήπως κάποιος πέθανε κατά τρόπο μαρτυρικό; Θυμήσου τον Τίμιο Πρόδρομο, τον επίγειο άγγελο και τον επουράνιο άνθρωπο, πως σφαγιάστηκε, για να ικανοποιηθεί μια μοιχαλίδα και ελεεινή γυναίκα και να βραβευτεί η κόρη της που χόρεψε πορνικά. Όταν πάσχεις αδίκως τότε και τα αμαρτήματά σου συγχωρούνται και δίκαιος αποβαίνεις. 

Συνεπώς πως μπορεί να αδικηθεί κανείς, όταν έτσι έχουν τα πράγματα. Και κείνο που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι οι πραγματικά αδικημένοι είναι αυτοί που απεργάζονται την αδικία. Ο Κάιν, οι αδελφοί του Ιωσήφ, η Ηρωδιάδα, ο Ιούδας, ο διάβολος, είναι ελεεινοί και τρισάθλιοι και αδικημένοι, αλλά από τον εαυτό τους. Με όλη την κακία τους δεν πέτυχαν τίποτα και ενώ είναι αδικημένοι δεν είναι αξιολύπητοι.

Συνεπώς, για να επανέλθουμε στο πρώτο θέμα μας, αρετή δεν αποτελεί για τον άνθρωπο ούτε ο πλούτος, ούτε η χλιδή και η πολυτέλεια, ούτε η υγεία, ούτε η δόξα, ούτε η ελευθερία αλλά τα της ψυχής κατορθώματα. Θα θυμηθούμε εδώ τους στίχους του Διονυσίου Σολωμού (1797-1857) που ταιριάζουν απόλυτα με όσα υποστηρίζει ο άγιος Χρυσόστομος. «Χαρές και πλούτη κι αν χαθούν / και τα βασίλεια κι όλα / τίποτα δεν είναι / σαν στητή μένει η ψυχή κι ολόρθη».

Μόνο όταν βρίσουν κάποιον, τον συκοφαντήσουν, τον εξορίσουν, τον ληστέψουν και κείνος ερεθιστεί και βρίσει και καταραστεί και ανταποδώσει ΤΟΤΕ ΑΔΙΚΕΙΤΑΙ.

Μη πούμε ότι ήταν φοβερός ο πειρασμός και ανταπέδωσα, αφού τον Ιώβ που έζησε προ της χάριτος, δεν μπόρεσε να νικήσει κανείς να μη δικαιολογείται. Αλλά και τον Παύλο ας σκεφθούμε. Τα δεινά του δεν μπορούμε να τα απαριθμήσουμε. Φυλακίσθηκε, δέθηκε με αλυσίδες, μαστιγώθηκε, ραβδίστηκε, λιθοβολήθηκε, ναυάγησε, τον πολεμούσαν συνεχώς γνωστοί και άγνωστοι, αντιμετώπιζε συνεχώς διωγμούς, πείνα, γυμνότητα, δίψα, φτώχεια, καθημερινά απέθνησκε. Κι όμως συχνά αναφωνεί· «Χαίρω εν τοις παθήμασί μου» (Κολ. 1,24), «ου μόνον δε αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν» (Ρωμ. 5,3) και άλλα παρόμοια. Αν ο Παύλος χαιρόταν και καυχάτο δια τα παθήματά του, που ήταν πολλά, ποιά απολογία θα έχουμε εμείς, που το ελάχιστο απ’ αυτά δεν υπομένουμε κι όμως βλασφημούμε;

«Μα αδικούμαι όταν με ληστέψουν, ακόμη κι αν δεν βλασφημήσω, διότι δεν μπορώ να δώσω ελεημοσύνη». Η πενία δεν είναι εμπόδιο για την ελεημοσύνη. Η χήρα της εποχής του προφήτη Ηλία έδωσε μια χούφτα αλεύρι και λίγο λάδι κι όμως ο Θεός την αντάμειψε. Η χήρα του ευαγγελίου έδωσε τον ελάχιστο οβολό εκ του υστερήματός της κι όμως έγινε το πρότυπο της ελεημοσύνης. Και έδωσε περισσότερα από τους πλουσίους κατά την αψευδή ρήση του Κυρίου μας. Άρα και σ’ αυτή την περίπτωση δεν αδικείσαι αλλά μάλλον ωφελείσαι.

Δίνετε σημασία στα ωραία της ζωής, που μοιάζουν με τα άνθη που σαπίζουν και τις σκιές. Όπως τα μικρά δίνουν σημασία στα παιχνίδια τους και σε ευτελή πράγματα. 

Δίνετε σημασία στον πλούτο.Τον θεωρείτε πολυτιμότερο από την υγεία, αφού χάριν αυτού πολλές φορές την θυσιάζετε. Τον θεωρείτε ανώτερο από τη ζωή, αφού κι αυτή τη διακινδυνεύετε και τη χάνετε χάριν αυτού. Τον θεωρείτε ανώτερο από την καλή υπόληψη, αφού χάριν αυτού κλέβετε και κάνετε μύρια όσα ανόσια και βδελυρά. Τον θεωρείτε ανώτερο από την πατρίδα, την οικογένεια, την φιλία, αφού χάριν αυτού ήρθατε σε σύγκρουση και διακοπή σχέσεων με συγγενείς και φίλους και προδώσατε και την πατρίδα. 

Υψώθηκε η μανία του πλούτου μέχρι τα σύννεφα. Κυρίευσε γη και θάλασσα. Κανείς δεν μπορεί να σβήσει αυτή τη φλόγα. Λύσσα αθεράπευτη, μανία ακατάσχετη, ασθένεια μη ιάσιμη, έρωτας που νικά κάθε άλλο έρωτα, κύριος απάνθρωπος που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τους υπηρέτες του. 

Κι όμως ο πλούτος ούτε πιο σοφό σε κάνει, ούτε πιο φρόνιμο, ούτε πιο χριστό και φιλάνθρωπο, ούτε σε δίνει τη δύναμη ν’ αντιμετωπίζει τα πάθη σου αλλά μάλλον στα εξάπτει και σε υποδουλώνει σ’ αυτά. Εις τι αδικήθηκε ο Λάζαρος από την έλλειψη του πλούτου; Εις τι αδικήθηκε ο Παύλος; Και ο Ιούδας από τι έχασε το αποστολικό αξίωμα και τον ίδιο τον Χριστό;

Συνεπώς αυτόν που δεν θέλει να αδικήσει τον εαυτό του, κανείς άλλος δεν μπορεί να τον αδικήσει. Αυτόν δε που δεν θέλει να νήφει και να αγωνίζεται όσο μπορεί κανείς δεν μπορεί να τον ωφελήσει. 

Ας θυμηθούμε την παραβολή του σπορέως, που ενώ ο σπόρος είναι ίδιος ο καρπός είναι διαφορετικός, ανάλογα με τη γη που θα πέσει. 

Ας θυμηθούμε την οικία που κτίστηκε στην άμμο και έπεσε. Δεν την ρίξανε οι καιρικές συνθήκες αλλά τα σαθρά θεμέλια. Η βροχή φανερώνει τις τρύπες της σκεπής, αλλά δεν τις δημιουργεί. 

Ο Ιούδας χωρίς κανένα πειρασμό έπεσε, αφού απόλαυσε μεγάλη καλωσύνη, ενώ ο Παύλος με πολλούς πειρασμούς και δοκιμασίες όχι μόνο δεν έπεσε αλλά ανεδέιχθη o μέγας των αποστόλων.

Ο ιουδαϊκός λαός τα είχε όλα στην έρημο. Είχε τη νεφέλη που, αφ’ ενός μεν τους οδηγούσε που θα πάνε, αφ’ ετέρου την ημέρα τους σκέπαζε από τον ήλιο και τη νύχτα τους φώτιζε. Είχαν συνεχώς από τον ουρανό το μάννα και τα ορτύκια για να τρέφονται. Οι πέτρες ανέβλυζαν νερό για να πίνουν. Ασθένεια δεν υπήρχε όλη την περίοδο που περιπλανήθηκαν στην έρημο (Ψαλμ. 104,37). Βάδιζαν ανάμεσα στην θάλασσα, κέρδιζαν μάχες. Ο Θεός τους έδωσε το νόμο του. Κι όμως συνεχώς τον παραπίκραναν και ήρθε στιγμή που αντ’ αυτού λάτρευσαν το χρυσό μοσχάρι που οι ίδιοι έκαναν. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής τους από τα 2.000.000 ψυχές που εξήλθαν από την Αίγυπτο μόνο 2, Ο Ιησούς του Ναυή και ο Χάλεβ, να εισέλθουν στη γη της επαγγελίας.



Οι Νινευΐτες δεν είχαν τίποτα. Βάρβαροι, αλλόφυλοι, αλλόθρησκοι, χωρίς προφήτες και θαύματα, πιστέψαν στον Ιωνά και σώθηκαν. Ανακάλεσαν απόφαση του Θεού να τους καταστρέψει. Ενώ η κακία τους είχε ανεβεί μέχρι τον ουρανό, σε τρεις μέρες –με νηστεία, πένθος, μετάνοια­– διώξανε τη θεόσταλτη οργή. Έτσι τα θαύματα που απόλαυσαν οι Ισραηλίτες δεν τους ωφέλησαν τίποτα ούτε ζημίωσε τους Νινευΐτες σε τίποτα η μη συμμετοχή σ’ αυτά.



Οι τρεις παίδες εν καμίνω.Νέοι, ανώριμοι, εξόριστοι, αιχμάλωτοι· μακριά από το ναό των Ιεροσολύμων, τους ιερείς και τις θυσίες· μακριά από ανθρώπους που μπορούσαν να τους στηρίξουν, μέσα στους πειρασμούς των ανακτόρων. 

Τους διέταξε ο βασιλεύς να συμμετέχουν σε συβαριτική και ακάθαρτη τράπεζα κι αυτή αρνήθηκαν ενώ είχαν πολλές δικαιολογίες να το κάνουν. Πείσαν με τους λόγους τους τον αξιωματούχο του βασιλιά και δέχθηκε αυτοί να σιτίζονται με τις δικές τους τροφές. Εν τέλει αυτοί ήταν οι πιο υγιείς και ροδοκόκκινοι από τους άλλους που σιτιζόταν από την τράπεζα του βασιλιά (Δαν. 1ο κεφ.). Εάν κάνεις όσα εξαρτώνται από σένα, τότε βάζει και ο Θεός το χέρι του. Έτσι οι τρεις παίδες δοξάστηκαν περισσότερο απ’ ότι αν έμεναν στο Ισραήλ ελεύθεροι και άνετοι.

Μόλις πέτυχαν αυτό το κατόρθωμα καλούνται σε άλλο. Μπαίνουν στην κάμινο του πυρός, γιατί δεν προσκυνούσαν την εικόνα του Ναβουχοδονόσορος. Και κει είναι που δοξάσθηκαν. Ενώ οι στρατιώτες που ρίχνανε τα ξύλα καήκανε τα γένια τους, τα μαλλιά τους και τα ρούχα τους από την υπερβολική πυρά, εκείνοι δεν πάθανε τίποτα. Αντίθετα δροσιζόμενοι και αλώβητοι ψάλλανε με έξαρση και ενθουσιασμό. Η ψαλμωδία που ψάλλανε τότε έγινε ψαλμωδία της Εκκλησίας και ψάλλεται σ’ ολόκληρη την οικουμένη και θα ψάλλεται μέχρι Β´Παρουσίας. Ο άγιος Χρυσόστομος δεν θαυμάζει για το υπερφυσικό και καταπληκτικό θαύμα, αλλά για το ότι δέχθηκαν να καούν χάριν των αληθινών δογμάτων. Θαυμάζει για τα λόγια που είπαν. «Υπάρχει ο Θεός εις τους ουρανούς, τον οποίον εμείς λατρεύουμε και ο οποίος είναι ικανός να μας σώσει από τη φωτιά και από τα χέρια σου βασιλιά. Κι αν όμως δεν θελήσει να το κάνει, να ξέρεις βασιλιά ότι εμείς τους θεούς σου δεν τους λατρεύουμε και την εικόνα σου τη χρυσή δεν την προσκυνούμε» (Δαν. 3,16-18). Με αυτά που είπαν ήδη υπήρξαν νικητές. Αργότερα βέβαια έδειξαν και την πίστη τους έμπρακτα. Λοιπόν σε τι τους αδίκησε ο Ναβουχοδονόσορας.

Οι Ιουδαίοι είχαν ναό και θυσιαστήριο, κιβωτό, χερουβίμ, ιλαστήριο, ιερείς, θυσίες, τους προφήτες, συνεχή θαύματα του Θεού. Κι όμως έστησαν είδωλα μέσα στο ναό, έκαναν ανθρωποθυσίες, έκαναν του κόσμου τα άτοπα.

Συνεπώς ας μη νομίζουμε, όταν αμαρτάνουμε, ότι μας αρκούν προς απολογία η δυσκολία των καιρών ή των περιστάσεων, ή οι ανάγκες και η βία και η τυραννική εξουσία των αρχόντων. «Τον εαυτόν μη αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δύναται».


Διασκευή : Αρχ. Μελέτιος Βαδραχάνης
πηγή : p.meletios.com

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Λόγος στὰ Ἅγια Θεοφάνεια


Ἡ πηγὴ τῶν εὐαγγελικῶν διδαγμάτων ἀνεῳγμένους ἔχει τοὺς ῥύακας, καὶ εἴ τις διψῶν πίνει ἐξ ἐκείνης τῆς πηγῆς, καὶ ζωοποιεῖται· ζωοποιεῖται δὲ κατὰ πνεῦμα καὶ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν, εὐφροσύνην ὑπὲρ οἶνον δεχόμενος. Ἀκόρεστος γὰρ ἡ γλυκύτης τῶν πνευματικῶν λογίων· οὐ γὰρ εὐφραίνει κοιλίαν, ἀλλὰ καρδίαν, καὶ λογισμοὺς εὐσεβῶν εἰς φιλοθεΐαν ἄγει. Ἤκουες γὰρ ἀρτίως ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου βοῶντος πρὸς τὸ συνελθὸν πανταχόθεν καὶ βαπτιζόμενον τὸ τῶν Ἰουδαίων πλῆθος· Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν. Ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος· ὀπίσω, διὰ τὸν τόκον τῆς γεννήσεως. Ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστὶν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι.

Καὶ ποῖα ὑποδήματα βαστακτέα ὑπεφέρετο ὁ Κύριος, ὅτι ἔλεγεν, Οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι; Ἐνταῦθα ὑποδήματα, τὰ τῆς οἰκονομίας μυστήρια λέγει· ὑποδήματα γὰρ ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Κυρίου προσαγορεύεται...

Καὶ τούτου μάρτυς ὁ Κύριος διὰ τοῦ προφήτου κράζων· Ἐπὶ τὴν Ἰδουμαίαν ἐκτενῶ τὸ ὑπόδημά μου. Διὰ τοῦτο καὶ ὑποπόδιον ἤκουσεν ἡ τοῦ Κυρίου ἐνανθρώπησις, ὡς ἐπὶ γῆς ὀφθεῖσα, καὶ τὸ τέρμα τῆς γῆς καταλαβοῦσα. Ὅπερ καὶ ὁ προφήτης ἐκ τῶν ἑκατέρων τὴν ἐμφάνειαν ποιούμενος ἐκέκραγεν· Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ. Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστὶν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί. Οὗ τὸ πτύον ἐν χειρὶ αὐτοῦ· καὶ τὸν μὲν σῖτον συνάξει εἰς τὴν ἀποθήκην αὐτοῦ, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ. Ταῦτα τοῦ Ἰωάννου παρεγγυῶντος, καὶ τὸν ἰσχυρότερον Κύριον σαλπίζοντος, οἱ ὑπ' αὐτοῦ βαπτιζόμενοι ἀντέβαινον τῷ Ἰωάννῃ, λέγοντες· Ἔχεις ἰσχυρότερόν σού τινα, ὦ προφῆτα;
τί σεαυτὸν συκοφαντεῖς; σὺ τοῦ μεγάλου Ζαχαρίου υἱὸς, σὺ καὶ ἀνθρώποις ποθητὸς, καὶ θηρίοις φοβερός. Ἔχεις ἰσχυρότερόν σού τινα; τί ἀδολεσχεῖς; Οὐκ ἔστι σοῦ ἰσχυρότερος. Σὺ καὶ κατ' ἐπαγγελίαν ἐτέχθης, σὺ ὑπὸ Γαβριὴλ ἐμηνύθης, σὺ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ἐφανερώθης, σὺ τὴν γλῶτταν τοῦ γεννήσαντός σε δεθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Γαβριὴλ διέλυσας, σὺ Ἰωάννης κέκλησαι, ὃ χάρις Θεοῦ ἑρμηνεύεται.

Tί τοίνυν συκοφαντεῖς ἑαυτόν; Οὐκ ἔχεις τὸν ἰσχυρότερόν σου. Ὁ δὲ Ἰωάννης, ὡς δοῦλος ὑπὲρ τοῦ Δεσπότου μαρτυρῶν, θεϊκὴν ἀξίαν σφετερίσασθαι μὴ καταδεξάμενος, ἀντεβόα τοῖς ἀντιβαίνουσιν ὄχλοις λέγων· Ὑμεῖς, ὃ οὐκ οἴδατε, λέγετε· ἐγὼ, ὃ οἶδα, μαρτυρῶ. Ἰσχυρότερός μου ἔρχεται. Ἐγὼ δι' ἐκεῖνον, ἐκεῖνος οὐ δι' ἐμέ· ἐγὼ ἐκ στείρας, ἐκεῖνος ἐκ παρθένου· ἐγὼ στρατιώτης, ἐκεῖνος βασιλεύς· ἐγὼ πρόδρομος, ἐκεῖνος οὐράνιος· ἐγὼ τὸ Πνεῦμα δεδανεισμένος, ἐκεῖνος ζωὴν παρέχει πᾶσιν ἀνθρώποις· ἐγὼ μετανοίας κήρυξ, ἐκεῖνος υἱοθεσίας δοτήρ· ἐγὼ βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι, προκαθαίρων ὑμᾶς ὡς σκεύη ῥερυπωμένα ταῖς ἁμαρτίαις, ἐκεῖνος ἐμβαλεῖ τὸ μύρον τῆς χάριτος· Αὐτὸς βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρὶ, οὐ καυστικῷ, ἀλλὰ ἁγιαστικῷ. Ἐγὼ νουθεσίας γλῶτταν κινῶ, ἐκεῖνος δικαιοκρισίας πτύον βαστάζων, καὶ τοὺς μὲν δικαίους ὥσπερ σῖτον ὡραῖον ἐν τῇ ἀποθήκῃ τῶν οὐρανῶν ἀνενέγκει, τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς καὶ μὴ μετανοήσαντας ὡς ἄχυρα τῷ ἀσβέστῳ πυρὶ παραδώσει. Ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν. Ἐκεῖνον προσμείνατε, παρ' ἐκείνου τὸ τέλειον δέξασθε βάπτισμα· ἐγὼ λύχνος ἐν μέρει, ἐκεῖνος ἥλιος πανταχοῦ. Ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστί.

Ταῦτα τοῦ Ἰωάννου παρεγγυῶντος καὶ παραπλήσια τούτων, οἱ ὑπ' αὐτοῦ βαπτισθέντες ὄχλοι προσέμενον ἀντιβάλλοντες πρὸς ἀλλήλους, καὶ λέγοντες· Καρτερήσωμεν καὶ ἴδωμεν τὴν μέλλουσαν διαβαίνειν βασιλείαν ἢ φαντασίαν· ἐφόρτωσεν ἡμῶν τὰς ἀκοὰς Ἰωάννης καταπληκτικοῖς λόγοις· ἰσχυρότερον αὐτοῦ παραγενέσθαι λέγει, πτύον καὶ πῦρ καὶ Πνεῦμα φέροντα.

Ἐν τούτοις τῶν ὄχλων καραδοκούντων κοσμικῆς βασιλείας παρουσίαν, ἑνὶ ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης καὶ Θεὸς ἄνωθεν διαβαῖνον, ἰδὲ καὶ ὁ Κύριος τῇ ὄψει τῆς ἐνανθρωπήσεως, μόνος, λιτὸς, μονοχίτων, ὡς εἷς τῶν ὅλων ἀνθρώπων, ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην φθάσας, προσέκλινε τὴν κεφαλὴν τῷ Ἰωάννῃ, θέλων ὑπ' αὐτοῦ βαπτισθῆναι.

Ταύτην τοίνυν τὴν ταπεινὴν θέαν τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐπιστασίας ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης παρὰ πολλὴν προσδοκίαν θεασάμενος, ἰλιγγίασεν, ἠπόρησε, καὶ ἐξεπλάγη· τόπος φυγῆς περιεβλέπετο, θέλων δραπετεῦσαι· καὶ οὐχ ηὕρησεν· ἀοράτος γὰρ ἦν κρατούμενος καὶ συνεχόμενος· ἐβόα πρὸς τὸν κρατοῦντα Κύριον λέγων·

Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; Τί ποιεῖς, Δέσποτα; τί προδίδως με τοῖς ὄχλοις εἰς θάνατον; Νῦν ὡς ψευδολόγον. ὄχλοι λιθάσουσιν· ἐγὼ μεγάλα περὶ σοῦ ἐκήρυξα, καὶ σὺ ὡς λιτὸς καὶ ξένος παραγέγονας. Τί ποιεῖς, Δέσποτα; καὶ ἄνω Υἱὸς βασιλέως, καὶ κάτω Υἱὸς βασιλέως· καὶ οὐδαμῶς σκῆπτρον βασιλικόν; Δεῖξόν σου τὴν ἀξίαν· τί μόνος καὶ λιτὸς παραγέγονας; ποῦ σου τὸ τῶν ἀγγέλων στῖφος; ποῦ τὸ τῶν ἀρχαγγέλων τάγμα; ποῦ σου ἡ ἑξαπτέρυγος τῶν Χερουβὶμ λειτουργία; ποῦ τὸ πτύον; ποῦ τὸ πῦρ; ποῦ σου τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον; Μωϋσῆν ἐδόξασας, νεφέλην φωτεινὴν παρέστησας, στῦλον πυρὸς πορεύεσθαι αὐτῷ αρεσκεύασας, τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀγγελικῇ δόξῃ περιήστραψας, τὸν δοῦλον ἐν τοσαύτῃ δόξῃ ἠμφίασας, καὶ σὺ ὁ Δεσπότης ἐν ἰδιωτικῷ σχήματι παραγενόμενος τὴν κεφαλήν μοι προσκλίνεις; Ἀνάνευσον, κεφαλὴ πάντων ὑπάρχεις· δεῖξον ὅπερ εἶς· ἔδειξας τὰ ταπεινὰ, δεῖξον καὶ τὰ ὑψηλά· βάπτισον τοὺς παρόντας, καὶ πρὸ πάντων ἐμέ. Τί βαπτίσαι θέλων;

Ὁ Ἰορδάνης οὐ δέξεται· ἐγνώρισέ σε τὸν ποιητὴν, ἀνέτρεψε τὰ ῥεῖθρα εἰς τὰ ὀπίσω, οὐ προβαίνει εἰς τὰ ἔμπροσθεν, ἀρνεῖται τὴν τάξιν. Τὰ στοιχεῖα γνωρίζουσι, κἀγὼ μὴ γνωρίσω; Εἰ θέλεις βαπτισθῆναι, ἑαυτὸν βάπτισον. Οὐκ ἐκτείνω τὰς χεῖρας· ἀρνοῦνται τὴν σύνθεσιν, ναρκῶσι, συστέλλονται· ὃ οὐκ ἐδιδάχθησαν κρατεῖν, οὐκ ἐπιδέχονται. Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; Οἶδά σε τίς εἶ, καὶ γινώσκεις ὅτι οἶδά σε. Τί με κρύπτεις τὸν εἰδότα σε; Ἐν τῇ νηδύϊ τῆς μητρός μου ὑπάρχων κατεσφαλισμένος, καὶ πρὸ καιροῦ τὴν ἔξοδον μὴ εὑρίσκων, μόνον ἐθεασάμην σε φερόμενον ὑπὸ τῆς παρὰ σοῦ φερομένης· ἐγνώρισά σε, καὶ τί λαλεῖν μὴ εὑρίσκων, τὸ τῆς μητρός μου χρησάμενος στόμα, ἐβόησα δι' αὐτῆς τὰ ἐμὰ λέγων· Πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; Ἐκεῖ οὐκ ἐσφάλην, καὶ ὧδε οὐ γινώσκω; Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;

Ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτὸν, καθὼς ἀρτίως ἤκουες· Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην. Ἄφες ἄρτι· οὐκ οἶδας ὃ λέγεις· ἐγὼ οἶδα ὃ πραγματεύομαι. Τὴν δόξαν τῆς θεότητός μου ζητεῖς ἀποκαλυφθῆναί σοι· οὐκ ἔχει ὁ καιρός· πάντα καλὰ ἐν καιρῷ αὐτῶν. Σὺ ἀληθεύεις, ἀλλ' οὐ πιστεύῃ· ἄπιστον γὰρ τὸ τῶν Ἰουδαίων ἔθνος· οὐ γεννήματα ἐχιδνῶν αὐτοὺς προσηγόρευσας; Πῶς οὖν τούτοις ἀνακαλυφθῆναί με θέλεις; Οὐ δέχονταί σου τὴν περὶ ἐμοῦ μαρτυρίαν· ὑπονοοῦσί σε διὰ τὸ ὕποπτον, ὡς εἶναι πρόδρομον· Ἄφες ἄρτι, μείζονα μαρτυρίαν δέξονται. Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην.

Ὁ δὲ Ἰωάννης λέγει πρὸς αὐτόν· Πῶς, Δέσποτα; 

Καὶ ὁ Κύριος πρὸς αὐτόν· Ὥσπερ περιετμήθην, ἵνα τὸν νόμον πληρώσω, βαπτίζομαι ἵνα τὴν χάριν κυρώσω. Ἐὰν μέρος πληρώσω, καὶ μέρος καταλείψω, κολοβὸν καταλιμπάνω τὴν οἰκονομίαν· δεῖ με πάντα πληρῶσαι, ἵνα μετὰ ταῦτα γράψῃ Παῦλος· Πλήρωμα νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι.
Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην. Ἄφες, Ἰωάννη, τὴν τοῦ ὕδατος φύσιν ἁγιασθῆναι· δεῖ με πάντα πληρῶσαι. Εἰ μὴ ἐγὼ ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, οὐ καταδέξεται βασιλεὺς ὑπὸ ἱερέως πτωχοῦ βαπτισθῆναι. Ἄφες ἄρτι, ἄφες ἄνωθεν τὸν Πατέρα ἐπιβοῆσαι, Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς, ἵνα μὴ ἄρχωνται οἱ Ἰουδαῖοι λέγειν υἱὸν τοῦ τέκτονος, ἀλλὰ τοῦ ἐπουρανίου Πατρός. Ἄφες ἄρτι· μὴ ἀντίβαινε τῷ Ἀδάμ· δεύτερος Ἀδὰμ γέγονα, τὸν ἐκείνου ῥύπον τῶν πλημμελημάτων ἐκπλῦναι θέλων· εἰ μὴ ἐγὼ βαπτισθῶ, πῶς ἐκεῖνος καθαρισθήσεται; Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ τριάκοντα ἐτῶν βαπτίζομαι, τὸν ἐκείνου χρόνον ἐκδεχόμενος, ἵνα τῷ ἐκείνου τὸ ἐμὸν κυρωθῇ. Ἄφες ἄρτι, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ προφήτου· Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων. 

Καὶ ἦν ἰδεῖν θεωρίαν φρικώδη.

Ἥψατο μὲν τῆς κορυφῆς τοῦ Δεσπότου σύντρομος ὁ Ἰωάννης· ἄνωθεν δὲ οὐρανῶν ἀνοιχθέντων, κατεσκόπουν ἄγγελοι τὸ γενόμενον· Πνεύματος δὲ χάρις ἐν εἴδει περιστερᾶς τῇ τοῦ Δεσπότου κεφαλῇ προσφοιτῶσα, τὴν τοῦ Ἰωάννου δεξιὰν παρωθεῖτο. Εἱστήκει δὲ τὸ πλῆθος ἀπορούμενον ἐπὶ πλέον, καὶ τὸ, Τίς ἐστιν οὗτος; πρὸς ἀλλήλους λαλοῦν. Εἶτα ὡς ἀποκρινάμενος τοῖς πλήθεσι, Τίς ἐστιν οὗτος; πρὸς ἀλλήλους ζητοῦσιν, ἐβόησεν ὁ Πατὴρ, λέγων· Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς, ἐν ᾧ ηὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε. Βοᾷ τὴν εἰς τὸν Υἱὸν ὁ γεννήτωρ φιλοστοργίαν, ἵνα μάθῃς τὴν τοῦ Κτίστου περὶ τὸν κόσμον διάθεσιν, ὅτι τοιοῦτον ὑπὲρ τῶν τοιούτων δούλων Υἱὸν ἀπέδωκεν, ὑπὲρ μισουμένων τὸν ποθούμενον, ὑπὲρ ἁμαρτωλῶν τὸν ἀναμάρτητον, ὑπὲρ ἀδόξων τὸν ἔνδοξον.

Δοξάσωμεν οὖν τὸν ἐπιφανέντα Δεσπότην σὺν τῷ Πατρὶ, καὶ τὸν Υἱὸν, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, νῦν, καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 

Ἀμήν.

πηγή : Ἰστολόγιο Μητροπόλεως Κυδωνίας & Ἀποκορώνου, thriskeftika.blogspot.gr

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸν τοῦ Μωυσέως βίον.



ντας γέροντας στν λικία, θεωρ καλ κα συνετό, Καισάριε, ν ποχωρήσω στς παιτήσεις τς φιλομαθος σου νεότητος κα ν περιγράψω τν τέλειο βίο σύμφωνα μ να βιβλικ γιογραφικ πρότυπο.

Πς ν σο μιλήσω μως, γι τν ρετ κα τν τελειότητα, ταν ατς π τν φύση τους δν χουν ρια; O διος Θες εναι Φύση πέραντη κα περιόριστη, συνεπς εναι δύνατον ν πετύχει κανες τ τέλειο, πειδ τ ριό του χάνεται στ πειρο. Συνετότερα, θ λεγα τι φύση το νθρώπου εναι τέτοια, στε ν πιθυμε κα πιδιώκει σο γίνεται μεγαλύτερη συμμετοχ στ καλό. Ατ διδάσκει γία Γραφ κα μς προτρέπει ν μελετήσουμε τὸν βίο νδόξων νδρν, διορθώνοντας τσι τ δική μας πορεία στ πολυτάραχο πέλαγος το κόσμου. λλωστε ζω τν γίων νδρν, γι’ ατ τ λόγο στορεται μ τόσες λεπτομέρειες, γι ν μπορον ν τος μιμονται ατοί, πο κοπιάζουν γι τν πόκτηση το γαθο.
ς πάρουμε, λοιπόν, ς πρότυπο τν Μωυσ κα ς προσπαθήσουμε ν κατανοήσουμε τὸν βίο τς τελειότητας, σο ατ εναι δυνατ στ χωμάτινη φύση μας.

γέννηση το Μωυσ

…Καθ
ς νόμος το κόσμου πέβαλε τν θανάτωση τν γοριν τν βραίων, γεννιόταν Μωυσς κα ατ βεβαιώνει πς ναγέννηση το νθρώπου μέσα στν νάρετο βίο πιφέρει τν δυσαρέσκεια το δυνάστη διαβόλου. ρμητικ κα γρια τα νερ το ποταμο Νείλου δέχονταν γυμν κα προστάτευτά τα ρσενικ βρέφη, πως κα νθρωπος γυμνς γεννιέται κα ρίχνεται εθς στ λλεπάλληλα κύματα τν παθν. λλ ο προνοητικο λογισμο φυλάσσουν τ τρυφερ πολύτιμο βλαστάρι σ κιβώτιο στεγανό, πο τ μεταφέρει μ σφάλεια στν προορισμό του. μόρφωση κα κοσμικ παιδεία εναι πο κρατον στν ρχ τν νθρωπο στν πιφάνεια τς ζως, καλ προφυλαγμένο π τν βιοτικ ταραχή. καθημερινότητα διδάσκει κα τοτο, σους καταφέρνουν ν μν καταποντιστον π τ νθρώπινο ψέμα, δια μαρτωλ ζωὴ τος σπρώχνει π μόνη της, μ ρμ κα βία, στε ρετή τους ν μν παρενοχλε τν ποκριτικ μορφιά της.
κόρη το Φαρα ταν στείρα κα τεκνη, πως νθρώπινη κοσμικ σοφία, πο πιδιώκει ν νομαστε μητέρα το παιδιο, μ γνήσια κα ληθιν μάνα, διδασκαλία τς κκλησίας, δν παύει ποτ ν γαλουχε τν νθρωπο μ τ φς τς θεογνωσίας. Συνεπς, εναι ναπόφευκτος γυρισμς στὴν φυσικ μητέρα, τν κκλησία, πο μ τς ντολς κα τς παραδόσεις Της τρέφει κα δυναμώνει τν ψυχή, νεβάζοντας τν σ καθάρια ψη

Φλεγόμενη Βάτος
… Μένοντας σταθερο στν ληθιν Χριστιανικ ζω θ λάμψει μέσα μας λόλαμπρη  λήθεια, φωτίζοντας τ κλειστ μάτια τς ψυχς. λήθεια εναι Θες πο φανερώνεται, πως στν Μωυσ, μέσα σ περίγραπτη φωτοχυσία. Παρθένος Μαρία εναι βάτος, τν ποία, ν πυρπόλησε τ Φς τς Θεότητας, φύλαξε κατάφλεκτο τν θάμνο, χωρς ν καταστρέψει μ τν γέννηση τ πολύτιμο νθος τς παρθενίας.
Πς, λήθεια, ν νέβουμε ψηλ μ τ πόδια μας βαρι κα δεμένα; Πς θ προσεγγίσουμε τ Φς τς λήθειας, ν δ λυθε τ χοϊκ δερμάτινο νδυμα, πο φορομε λοι λόγω τς παρακος;
λλοίωση το δεξιο χεριο το Μωυσ θυμίζει-εκονίζει τὸν Μονογεν Υἱὸ το Θεο, πο βρίσκεται στ δεξιά του Πατρός. Καθς φανερώθηκε π τος Πατρικος Κόλπους λλοιώθηκε κα γινε πως μες νθρωπος, μεινε κοντά μας, γιατρεύοντας τς σθενες ψυχές μας κα πειτα πέστρεψε ξαν στος Κόλπους το Πατρός, χωρς ν μεταβάλει τ Θεία Φύση του…

Ράβδος το Μωυσ

… Μ
ν σ σκανδαλίζει μεταβολ τς ράβδου σ φίδι, πειδ τάχα μεταφέρουμε τ διδασκαλία τς Σάρκωσης το Λόγου σ ρπετ σιχαμερ κα κάθαρτο. Γραφ πράγματι νομάζει φίδι τν πατέρα τς μαρτίας. Μά, κα Κύριός μας γινε νας π μς τος ετελες, σν ντύθηκε τν μαρτωλ νθρώπινη φύση, γι ν ξαφανίσει τ φίδια τν Αγυπτίων κα ταν τοτο κατορθώθηκε γινε πάλι ραβδί, πο σωφρονίζει τν μαρτία, ξεκουράζει π’ τ μόχθο κα τν κούραση κα ναπαύει τ σκέψη ς λπιδοφόρο στήριγμα πίστης. Γιατί πίστη εναι πάνω π’ λα λπίδα.
Τὸν Μωυσ κολούθησε μι λλοεθνς σύζυγος, πειδ κοσμικ παιδεία πιτρέπεται ν συζευχθε μαζί μας, ταν πρόκειται ν τεκνοποιήσει ρετές. ταν π τν κοσμικ θεώρηση τς ζως, φαιρεθε κάθε σαρκικ κα εδωλολατρικ στοιχεο, τότε, ,τι πομείνει θ εναι τέκνο εγενικς κα ριστοκρατικς καταγωγς…
αρν σύντροφος κα βοηθς

λοι γνωρίζουν τι μετ τν πτώση μας, Θες προνόησε ναν γγελο, πο παραστέκει κα βοηθ τν ζω το καθενός. π τν λλη πλευρ διαφθορέας τς φύσης, λυμαίνεται τν νθρώπινη ζωή. νάμεσά τους νθρωπος παλεύει γι ν κερδίσει τν ρετ κοντ στὸν φύλακα γγελό του. Τότε ασθάνεται ν τν σκεπάζει βοήθεια το δελφο. γγελος εναι πολύτιμος βοηθς πο θ στέκεται δίπλα μας, ταν πλησιάσουμε τν Δυνάστη Φαραώ. τσι κα Μέγας Μωυσς εχε σύντροφο κα πολύτιμο βοηθ τν αρν…
Ο πρτες πληγς

Μωυσς ποσχέθηκε στος συμπατριτες του λευθέρωση π τ δεσμ τς δουλείας. Μά, Λας δείλιασε βλέποντας τ δύναμη το χθρο κα μφισβήτησε τ θεϊκ βοήθεια. τσι, κατατρομάζει μ τος πρώτους πειρασμος ἐκεῖνος ποὺ εναι ρχάριος κα νώριμος στ πνευματικά. Ατ κριβς πιδιώκουν ο δαίμονες, ν μ σηκώνει δολος τ μάτια στν ορανό, λλ ν σέρνεται στ γ κα ν νακατεύεται μ τ λάσπη. Ο δονές, πλοτος κα ματαιότητα κρατον λυσοδεμένη τν ψυχ κα δν τν φήνουν ν στρέψει τ μάτια στν ορανό, ζητώντας βοήθεια. φιλοσοφημένη κα νάρετη ζω δηγε στν ληθιν λευθερία. λληγορικς εναι ο πληγές, πο πληξαν τος Αγυπτίους. Τ νάμα τς πίστης πο ντλεται π τ ερ ναγνώσματα γι τος νάρετους εναι σν δροσερ κρυστάλλινο νερό, ν γι τος κακόγνωμους γίνεται βρώμικο σν αμα.
Τ
γεννήματα τς κακίας, σν λλα βατράχια, προκαλον τ φθορ κα τρέφονται στς βρώμικες καρδις τν νθρώπων. κόλαστος βίος, μίμηση τς λογης φύσης, κτηνωδία ξαιτίας τν παθν εναι τ βαλτόνερα, που μέσα τους μεγαλώνουν κα πολλαπλασιάζονται ο μαρτίες. Μ τν ραση (μ τ ν κοιτ κανες περίεργα-πονηρ) εσχωρε τ πάθος μέσα στν ψυχή, ν μ τν πρόσεχτη τροφ νεβαίνει πάνω στ τραπέζι. Κι ν ρευνήσεις κα τς ποθκες, δηλαδ τ μυστικ κα κρυφά της ψυχς, τότε θ βρες σωρος λόκληρους π βατράχια τς μαρτίας.
έρας σκοτείνιαζε στ μάτια τν Αγυπτίων, ν γι τος βραίους πρχε πλετο, λαμπερ φς κα ατ συνέβαινε, χι γιατί κάποια νώτερη δύναμη προόριζε τν ναν γι τ Φς κα τν λλον γι τ σκοτάδι, λλ πειδ ο διοι ο νθρωποι χουμε μέσα στ φύση μας τν θέληση γι σκοτάδι κα φς κα τσι βλέπουμε ατό, πο ο διοι θ πιλέξουμε. Τ διο σχύει κα γι τν φωτειν ζωή, πο ξαρτται ποκλειστικ π τ θέληση τοῦ νθρώπου.
Μ σο φοβερς κα ν ταν ο πληγές, ψυχ το Φαρα σκλήραινε περισσότερο. Γιατί ταν δη παραδομένη στν μαρτία, πο πιφέρει πάθεια, ναισθησία κα ναλγησία.
Κάποτε Μωυσς πλωσε τ χέρια κα ο βάτραχοι κα τ λλα βλαβερ ντομα ξαφανίστηκαν. Τ πλωμένα χέρια του θυμίζουν τ Τίμια Χέρια το Νομοθέτη Χριστο, πο νοιξαν πάνω στ Σταυρό, γι τν σωτηρία λου του νθρώπινου γένους…
θάνατος τν πρωτοτόκων

θάνατος τν πρωτότοκων φαντάζει πολ σκληρ κα πάνθρωπη τιμωρία, γιατί ποτ δν πρέπει ν τιμωρεται να νήπιο, πο λόγω τς νώριμης λικίας του δν μπορε ν ξεχωρίσει τ καλ π’ τ κακό. Στ νηπιακ λικία δν πάρχουν πάθη.
ν, λοιπόν, να βρέφος τιμωρεται, γι τν κακία το πατέρα, τότε πο πάρχει δικαιοσύνη;
φαρμόζοντας τν λληγορικ ρμηνεία το νοήματος, καταλαβαίνουμε τι ποος γωνίζεται γι τν ρετή, πιβάλλεται ν ξαφανίσει τς πρτες ατίες τν κακν κα τ θλιβερ πακόλουθά τους. Ν ξεριζώνουμε τ μικρ κακ πιθυμία κα τν λάχιστη ργ γι ν μ φοβόμαστε τ μολυσμ τς μοιχείας, οτε τ ρύπο το φόνου.
ξολοθρευτς γγελος δ χτυποσε τς οκίες, πο εχαν βαμμένα τ κατώφλι κα τος παραστάτες τς εσόδου μ τ Αμα το μνο. στορία μς διδάσκει πώς, ν μ τ νέκρωση τν πρώτων πιθυμιν ξαφανίζεται πίθεση το χθρο, μ τ αμα το ληθινο μνο μποδίζεται εσοδος το λέθρου τς μαρτίας μέσα μας.
κοσμικ παιδεία πολ σωστ χει διαιρέσει τ ψυχ σ τρία μέρη: στ λογιστικό, δηλαδ στ σώφρονα νο, στ πιθυμητικ κα στ συναισθηματικό.
π ατ τ τρία, λένε πς τ πρτο, νος, βρίσκεται πάνω π τ λλα δύο, πο θεωρονται να μν βοηθητικά, λλ κατώτερα. νος νισχύεται π τ συναίσθημα, στε ν εναι νδρεος, ν μ τν πιθυμία νυψώνεται πρς συνάντηση το γαθο. σο χρόνο διατηρήσει ατ τν σορροπία ψυχή, ξασφαλίζει τν σταθερότητα κα προοδεύει στν ρετή. ν μως, ντιστραφε ατ σχέση κα ρθουν τ πάνω κάτω κα τ συναίσθημα κα ο πιθυμίες κατακυριεύσουν τ λογική, τότε μπορε ν εσχωρήσει εκολα μαρτία. Γι’ ατ Μωυσς παράγγειλε στ Λα ν βάψουν πρτα το ριζόντιο δοκάρι τς θύρας κα πειτα τος δύο παραστάτες, δίνοντας στ δύναμη τς λογικς τν προτεραιότητα κα τν ερότητα, πο τς πρέπει…
Φωτειν Νεφέλη

ς ναφέρουμε γι λλη μι φορ τι σους ποθον τν ρετ κα θέλουν ν κολουθήσουν τ δύσκολο δρόμο της, γκαταλείποντας τ ρια τς αγυπτιακς κυριαρχίας τν παθν, τος συνοδεύουν ο πιθέσεις τν πειρασμν, προκαλώντας στεναχώριες, φόβο, κόμα κα τν πειλ το θανάτου. Μωυσς στρεψε τ μάτια τς ψυχς πρς τν Θε ζητώντας Του βοήθεια κα ταν τόση νταση τς μυστικς κεσίας, πο Θες πάντησε: «Τί βος πρς μέ;»!
προσευχ πο διατυπώνεται καθαρά, εναι κείνη ποία δν κραυγάζει, λλ προέρχεται π βαθει σωτερικ μιλία κα λοκάθαρη συνείδηση. σωτηρία στν κίνδυνο ρχεται πάντα π τν ορανό.
Παράξενη ε
ναι δός, πο βάδιζαν ο σραηλίτες, γιατί μπρς στ μάτια τους προπορευόταν φωτειν νεφέλη, ποία ποδίδεται σωστ στ Χάρη το γίου Πνεύματος, πο καθοδηγε τος ξιους πρς τ γαθ κα ταν κάποιος τν κολουθε διασχίζει κόμα κα τν πέραντη κα νεξερεύνητη θάλασσα το κόσμου κα τν παθν…
Ἡ διάβαση τς ρυθρς Θάλασσας      
…Ο σραηλίτες προπορεύονταν κα πάνοπλος αγυπτιακς στρατς κολουθοσε κυνηγώντας τους. Βαδίζει νθρωπος τ δρόμο το γαθο, ν καταδιώκεται π τ πάθη τς ψυχς. λοιδορία μοιάζει μ σφεντόνα, θυμς μ τς αχμηρς λόγχες κα τ πάθος τν δονν, πποι φηνιασμένοι πο σέρνουν πίσω το ρμα το νο.
λοι μπκαν στ νερ μά, ν γι τος γωνιστς στάθηκε ζωογόνο κα προστατευτικ δάτινο τεχος, γι τος δικτες μετατράπηκε σ γρ τάφο.
Μετ
τν νάδυση π τ νερό, χθρς ς παραμένει στ βυθό, δηλαδ φο βουτηχτήκαμε στ μυστηριακ κα σωτήριο νερ το Βαπτίσματος, ν πονεκρώνουμε μέσα του τ πάθη τς ψυχς, τν πλεονεξία, τν κολασία, τν ρπαχτικ διάθεση, τν περηφάνεια, τν γωισμό, τν θυμό. Μέσα στ νερ ατ ξεχωρίζει θάνατος π τ ζωή, χθρς π τν φίλο

Περιπλάνηση στν ρημο

… Μετ
τν διάβαση τς ρυθρς Θάλασσας, κολούθησε τριν μερν σκληρ δοιπορία κα τ ραβδ το Μωυσ μετέτρεψε τ πικρ νερ σ γλυκό. τσι συμβαίνει κα σ ποον φήνει τν κλυτη ζωή. Στν ρχ τ νερ τς ρετς το φαίνεται πικρό, μ ταν τ Ξύλο μπε στ νερό, δηλαδ σν πιστέψουμε λόψυχα στν Σταυρικ Θυσία το Κυρίου μας κα στν νάστασή Του π τος νεκρούς, τότε βίος τς ρετς γίνεται γλυκός, πόσιμος κα εχάριστος π τν λπίδα τν μελλοντικν γαθν. Δώδεκα πηγς φανερώθηκαν γι ν ξεδιψάσουν τ λαό, πο νάβλυζαν νερ καθαρ κα γλυκόπιοτο κα βδομήντα πανύψηλοι σκιερο φοίνικες, στοιχεα πο συμβολίζουν τν λήθεια το Ευαγγελίου. π δώδεκα ποστόλους πήγασε τ Σωτήριο Κήρυγμα το Χριστο κα βδομήντα Διάκονοι πραν στ χέρια τος τν ξάπλωση το εαγγελίου, χαρίζοντας νάπαυση κα δροσι στς ταραγμένες ψυχς τούτης τς γς.
Στ μακρ ταξίδι τος ο σραηλίτες γνώρισαν κακουχίες, πείνα κα δίψα. Μά, καθς χτύπησε τ βράχο Μωυσς νάβλυσε νερ καθαρ κα γάργαρο. πέτρα, καθς χει λεχθε, συμβολίζει τν Χριστό. Συμπαγς κα σκληρ γι τος πιστους μά, ταν τν γγίξεις μόνον μ τ ραβδ τς πίστης κα τς λπίδας, γίνεται ποτ πο ξεδιψ κα τονώνει σους τ πιθυμον.
Πείνασαν ο σραηλίτες κα τροφ λθε π τν ορανό. Τροφ πο δ φύτρωσε στ χμα, οτε ζυμώθηκε, οτε φουρνίστηκε, μ ταν ρτος οράνιος πο χόρτασε τ λα νάλογα μ τν νάγκη το καθένα. Τ μάνα πρεπε ν καταναλωθε κα ταν μενε σκουλήκιαζε, θυμίζοντάς μας, πς κάτω π τν πόθο τς πλεονεξίας, κρύβεται τ σκουλήκι τς μαρτίας. Ο σραηλίτες χόρτασαν τν πείνα τους, λαμβάνοντας μυστικ τροφ κα μέσως μετ ξεκίνησαν τς μάχες κατ τν χθρν. Κάθε φορ πο στρατς βλεπε τ χέρια το Μωυσ πλωμένα νικοσε, ν ταν ατ κατέβαιναν, ποχωροσε. Εκολα ντιλαμβάνεσαι τι τ πλωμένα χέρια συμβολίζουν τ Νίκη νάντια στ κακό, πο κατορθώθηκε μέσα π τ Σταυρικ Θυσία το ησο Χριστο

Τ ρος τς Θεοφάνειας

κενος πο νισχύθηκε μ τν τροφ κα πέδειξε τν ξία του στν ναμέτρηση μ τν χθρό, βγαίνοντας νικητής, δηγεται στ μυστικ θεογνωσία.
Πρ
τα π’ λα πρέπει ν καθαριστεῖ, στε μ κηλίδωτη ψυχ ν προσπαθήσει ν γγίξει τ θεωρία τν νοητν.
Π
ς πρέπει ν καθαριστον τ μάτια τς ψυχς;
σφαλς μ τν Μετάνοια, λλ κα μ τ γαθ ργα πο πιτελομε σ ατ τ ζωή.
θεωρία το Θεο δ γίνεται μ τν ραση οτε μ τν κοή, γιατί κενος εναι μακρι π κάθε ασθηση κα νθρώπινη διάσταση, ξω π κάθε σχμα κα λογικ προκατάληψη. Γι ν βρεθε κανες στ γνώση το Θεοῦ, πρέπει ν νέβει λομόναχος πολ ψηλά, μέσα π κακοτράχαλα κα πρόσιτα μονοπάτια. Τ πλθος στος πρόποδες περίμενε μ γωνία τς Θεες ποκαλύψεις, πο θ γίνονταν στν νάρετο ρχηγ κα πεσταλμένο τους. Μωυσς νεβαίνοντας μπκε στ σκοτειν μίχλη κα κε συνάντησε τν Θεό. Γιατί γι τν νθρώπινο νο, οσία το Θεο καλύπτεται π βαθ σκοτάδι τσι, στε ν μ μπορε κανες ν τν διακρίνει καθαρά.

Μωυσς κατάφερε ν εσχωρήσει στ δυτα τς θεογνωσίας κα κε εδε τν χειροποίητη σκηνή. Πρε στ χέρια του τς πλάκες τν ντολν κα κατέβηκε στ Λαό του. εδωλολατρία, στν ποία εχαν πέσει ο σραηλίτες, τν κανε ν σπάσει τς πρτες πλάκες το Νόμου κα ν πλίσει τος Λευϊτες κατ τν συμπατριωτν τους.  διος νέβηκε  ξαν στ ρος κα φερε νέες πλάκες κατασκευασμένες π λικό της γς.
νθυμούμενος τν ρχομ το νθρώπου στν κόσμο, μπορες ν διακρίνεις τι ο πρτες πλάκες συμβολίζουν τν θάνατη κα διαίρετη νθρώπινη φύση, πως εχε πλαστε π τ χέρια το Θεο κα εχε στολιστε μ τ γραφα γράμματα το Νόμου, καθς πρχε μφυτη μέσα της θέλησή του γαθο κα ποστροφ το Κακο. Μά, ταν κούστηκε χος τς μαρτίας, τότε νθρώπινη φύση κατέπεσε στ γ σπάζοντας τν πρώτη μορφή της σ  χιλιάδες κομμάτια.  φιλεύσπλαγχνος Θες νέλαβε ξαν τ σωτηρία της, κατασκευάζοντας π τ λικό της γς, νέες πλάκες το Νόμου κα μέσω τς Παρθένου Μαρίας μς δωσε τν παλαιά μας ερ νότητα, πειδ μ τν λευση το Κυρίου μας, βρήκαμε ξαν τ δρόμο τς Σωτηρίας κα γίναμε θάνατοι. Τ λικό της γς εναι τ φθαρτ σαρκίο πο ντύθηκε Μονογενς Υἱὸς το Θεο γι ν πιστρέψει τ Νόμο στν νθρωπο.

Μωυσς ζήτησε π τν Θε ν δε τν δόξα Του καταπρόσωπο κα παρόλο πο ρχικ διαβεβαίωση το Θεο ταν νθαρρυντική, τελικά το ατημά του πορρίφθηκε. νθρωπος δυνατε ν δε μεσα τν Θεό, μπορε μως ν Τν γνωρίσει δι μέσω τῶν ργων το ησο Χριστο. πως ψυχ μς εναι όρατη, μολονότι παρξή της βεβαιώνεται π τὴν συμπεριφορ το νθρώπινου σώματος, τσι κα Θες δν μπορε ν γίνει ρατς π τος φθαλμος τν νθρώπων λλ π τν πρόνοια κα τ ργα Του «βλέπεται κα νοεται». Μωυσς εδε τελικ μονάχα τ πίσω μέρος το Θεο κα ατς εναι νας πέροχος συμβολισμός. ησος Χριστς προέτρεπε τος μαθητές Του ν Τν κολουθήσουν. Μωυσς, πο καιγόταν π τν πόθο ν δε τν Θεό, διδάχθηκε πς ατ μποροσε ν γίνει μόνον, ν Τν κολουθοσε, δηλαδ κενος ν προπορεύεται ατ εναι γνώση το Θεο. Τ ν ντιλαμβανόμαστε τ πέρασμά Του κα ν Τν κολουθομε.

Ατ τ πέρασμα δηλώνει καθοδήγηση ατο πο κολουθε, γι’ ατ Θες επε: «δὲν θ δες τ πρόσωπό μου», διότι, ταν ρχόμαστε καταπρόσωπο μ τν δηγό, τότε σαφς ο πορεες μς χουν γίνει ντίθετες


φθόνος τν δελφν του

Κατεβαίνοντας
νδοξος ατς νδρας κοντ στ Λαό του, μι κόμη πογοήτευση τν περίμενε. φθόνος τν δελφν του. φθόνος θεωρεται πατέρας το θανάτου κα μητέρα τν συμφορν. Ατς μας ξόρισε π τν Παράδεισο κα μς πέκλεισε π τ Ξύλο τς Ζως, μς πογύμνωσε π τ Θεϊκ Χαρίσματα κα στερά μας φησε ν κρυβόμαστε π ντροπ γι τ γύμνια μας. φθόνος νίκησε πολλος πρν τν Μωυσ, λλ πάνω σε ατν τν γενναο νδρα συντρίφτηκε σν πήλινο γγεο, πο χτυπήθηκε π πέτρα. Μακάριος κενος πο φθασε σ τέτοιο βαθμ τελειότητας, στε τ βέλη το χθρο δν μπόρεσαν ν φθάσουν τ δικό του ψος. πόδειγμα ψυχς εναι κενος πο δν πληγώνεται π τ νθρώπινα πάθη κα χι μόνον ντιστέκεται στν πειρασμό, μ βρίσκει τ δύναμη ν παλλαγε π τ μανία τς κδίκησης κα ν κετεύσει μάλιστα τν Θε γι τος δελφούς του, πο δοκιμάστηκαν μ τν ρρώστια το σώματος.
τσι κα Μωυσς, σν εδε τ δίκαιη τιμωρία το Θεο ν πέφτει πάνω στος πικριτές του, κενος προσευχήθηκε θερμ κα πέτυχε τν ασή τους.
δύναμος Λας στ συνέχεια πεσε στ πάθος τς λαιμαργίας κα μ τν κρεωφαγία περιφρόνησε τ οράνιο μάνα. Τότε νάρετος ρχηγς τους στειλε τν ησο το Ναυ μ λλους νδρες ν κατασκοπεύσουν τ γ τς παγγελίας κα ν φέρουν στ Λα τ χαρμόσυνο μήνυμα τς πληρότητας κα φθονίας τν γαθν, πο πρχαν κε.
Κατάσκοποι τῶν μελλοντικ
ν γαθν τῆς Οράνιας Βασιλείας μπορε ν εναι ο γαθο λογισμοί, πο παρηγορον τν ψυχ στν γώνα της. Σταφύλι κρεμασμένο πάνω σε ξύλο φεραν ο κατάσκοποι στν Λα κα ν συμβολισμς κείνου, πο κρεμάστηκε πάνω στ Σταυρ κα τ Αμα Του γινε ποτ σωτηρίας γι σους Τν πίστεψαν…
Τ Χάλκινο Φίδι

… Ο
σραηλίτες δύσκολα ποδέχτηκαν τν διοφυία το Μωυσ. κόμα σέρνονταν δολοι στς αγυπτιακς πολαύσεις. πιθυμία τν παγορευμένων γεννοσε φίδια, πο μ τ βάναυσο δάγκωμά τους, χυναν θανατηφόρο δηλητήριο σ σους πλήγωναν, ν Νομοθέτης, μ μοίωμα φιδιοῦ, χρήστευε τ δύναμη τν ληθινν.

Φίδια νομάζονται ο πιθυμίες. λλ ποος προσβλέπει σ κενον, πο νέβηκε στ Σταυρό, ποκρούει τ πάθος κα σκορπίζει μακριά το δηλητήριο χρησιμοποιώντας ς φάρμακο τ φόβο το θεϊκο νόμου.
νθρωπος, λοιπόν, πελευθερώνεται π τν μαρτία δι μέσου τοῦ ησο Χριστο, πο πρε τ μορφ τς μαρτίας κα γινε ἴδιος μ μς.
Ο
νθρωποι σήμερα χουν χαλαρώσει τος δεσμος μ τν πίστη κα τ σχέση τους μ τ γιαστικ μυστήρια τς κκλησίας, γι’ ατ μένουν κάλυπτοι κα κτεθειμένοι στ κακ κα εναι εάλωτοι πρς τς κακοποιος δυνάμεις, γιατί στερονται τν καταμάχητη κα συναγώνιστη δύναμη το Θεο. Θεμελιώδης ρχ γι σα πιστεύουμε εναι ν βλέπουμε μ προσοχ τ Πάθος το Χριστο, ποος πρε πάνω Του, γι χάρη μας, τν σθένεια.
Κα
τ πάθος εναι Σταυρς κα ποος προσβλέπει σ Αὐτόν, δν προσβάλλεται π τ δηλητήριο τς πιθυμίας. Τ ν προσβλέπει κανες στ Σταυρ σημαίνει τι χει νεκρώσει λη τ ζωή του γι τν κόσμο κα χει σταυρώσει τν αυτό του, στε ν τν κάνει σάλευτο στν πίστη.
ληθιν ερωσύνη

ερωσύνη εναι κάτι ερ κα χι νθρώπινο. Ατ ξηγεται μ τ ράβδο τς φυλς, πο ρίζωσε κα βλάστησε κλαδι μ θεϊκ δύναμη κα δωσε καρπό, ποος φτασε στν ρίμανση. καρπς ταν να καρύδι. πιβάλλεται ν ναλογιζόμαστε, βλέποντας ατν τν καρπό, τί εδους ζω πρέπει ν εναι ερατική. Δηλαδ ζω σωματικς γκράτειας, κακοπάθειας κα σκληραγωγίας, πο περικλείει μέσα της εγευστο κα φαν καρπό.
ν ποτ δες ζω ερέα ν μοιάζει μ λόδροσο μλο, τότε θ διακρίνεις κα τν περβολικ στολισμό, τ πλούσια γεύματα κα τς μετρες πολαύσεις. λλ καρπς τς ερωσύνης εναι γκράτεια κα στέρηση. Βασιλικ δός, πως νέφερε ριστοτέλης εναι «μεσότητα» δηλαδ σορροπία νάμεσά σε κρα πικίνδυνα, πως εναι πνευματικ φτώχεια π τ μιά, κα κενόδοξη κοσμικ περβολ π τν λλη…
Οἱ θυγατέρες τῆς Μωάβ

ως τ τέλος τς πορείας τ κακ δ σταματοσε ν παιδεύει τος σραηλίτες. τσι πρόσφερε σν δόλωμα τν δονή, γι ν παρασύρει εκολα στ γκίστρι τς πώλειας τς λαίμαργες ψυχές.
ταν παρουσιάστηκαν μπροστά τους ο ξένες Μωαβίτισσες γυνακες, κενοι γκατέλειψαν τς μάχες κα τος σκοπούς τους κα ρίχτηκαν στν κολασία. Βλέπεις, λοιπόν, πώς, ταν λογική μας δν λέγχει τς πράξεις μας, γινόμαστε σν τ λογα ζα; Γι’ ατ ταν ψυχ εφραίνεται π τν θεωρία το γαθο, παραμένουν κοιμισμένες ο ασθήσεις της, πο τρέφονται π τν δονή. πως Πλάτωνας ναφέρει «κάθε δον κα περβολικ λύπη καρφώνουν τν ψυχ πάνω στὴν φθαρτ σάρκα». δον δηγε στν μετρία τν παθν. Σν λυσίδα τ να πάθος συμπαρασύρει κα να κόμα πίσω του καί, πως ψυχ εναι φύλακτη, παρασύρεται λυσοδεμένη στν καταστροφή. Νά, λοιπόν, κενοι πο στάθηκαν σχυρότεροι π τ φονικ πλα τν Αγυπτίων, π’ τ στοιχεα τς φύσης κα π τ θανατηφόρο δάγκωμα τν φιδιν, π’ τ τεράστια κύματα τς ρυθρς Θάλασσας κα π τν ξολοθρευτ γγελο το Θανάτου, ποδείχθηκαν κατώτεροι μπροστά σε ξένες κα γνωστές τους γυνακες.
Νομίζω π
ς τ πεισόδιο ατ προσφέρει μι ψυχωφελ συμβουλή, γιατί διδάσκει πώς, μολονότι τ πάθη εναι πολλ κα μάχονται σκληρὰ τοὺς νθρώπινους λογισμούς, κανένα δν σκε τόσο σφυκτικ πίεση πάνω μας, σο τ πάθος τς δονς. Εναι χθρός, πο δύσκολα κατανικ νθρωπος. διος Κύριος στ Εαγγέλιο Του συμβουλεύει ν μένουμε σο γίνεται πι μακρι π τ κακό, γιατί φτάνει μόνον να βλέμμα, γι ν ριζώσει μπαθς πιθυμία στν ψυχή. Γιατί κενος, πο ποδέχεται τ πάθος μ τ μάτια, νοίγει τ δρόμο στ κακ ες βάρος τς ψυχς του. τάση τς κολασίας παραπλαν τν νθρωπο ν λησμονε τν πραγματικ προορισμό του…
Τ μεγαλεο της προσωπικότητας το Μωυσ

... 
δεύουμε σιγ-σιγ πρς τ τέλος τν λόγων γι τν Μωυσ, κενον πο νυψώθηκε στ διάρκεια τς ζως το μέσα π τόσες ναβάσεις, στε, καθς πιστεύω, φαίνεται ζωή του λοκάθαρη μπρς στ μάτια λων, σν τ πέταγμα το ετο, πο μ τ δυνατ φτερά του σχίζει τος αθέρες τς νοητς νάβασης.
Α
τς τέλειος νδρας γεννήθηκε ταν θεωρετο παράπτωμά το ν γεννηθε κανες βραος.
Να μν τύραννος τιμωροσε μ θάνατο τούτη τ γέννα, μ τελικά το παιδ σώθηκε πρτα π τν γαθ θέληση τν γονιν του κα στερα π τ διο τὸ περιβάλλον το χθρο, πο χι μόνον τν περιμάζεψαν στ παλάτι, λλ κα τν νέθρεψαν κα το προσέφεραν ξιοζήλευτη κα ποικίλη μόρφωση.
διος, περιφρονώντας τς τιμές, τ ξιώματα κα τ βασιλικ κοσμήματα, ντύθηκε τν ταπειν χιτώνα τς ρετς. Ατ σφαλς σημαίνει, πς περβολικ φροντίδα γι πιβίωση στν παροσα ζωή, ποβαίνει τάφος γι τν μέλλουσα. κόμα κα ν γίνει δικό σου νθρωπε, λο το χρυσάφι το κόσμου, θ σ κάνει μήπως σοφότερο, ξυπνότερο, πιστήμονα ληθιν φίλο του Θεο;
Μωυσς, γενναος κα σχυρς στ φρόνημα, σωσε τος μοεθνες του, φο πρτα εχε λάβει τ νώτερα μαθήματα τς συχίας κα το φωτισμο το νο. Στ μακρ ταξίδι πρς τ Γ τς παγγελίας, ξιώθηκε ν λάβει τ Θεϊκ Νόμο κα ν τν παραδώσει στν πολύπαθο Λαό του. Μά, δν ξιώθηκε ν μπε στν ελογημένη γ, γιατί νέβηκε στ ρος τς νάπαυσης, γι ν νωθε γι πάντα μ τν Θεό. Κανες δν μαθε τν τόπο τς ταφς του, γιατί τ μάτια του δν σβησαν κα τ πρόσωπό του δν λλοιώθηκε. Ατς εναι σκοπς το νάρετου βίου, ζωντανς θάνατος.
Τν νάρετο νθρωπο δν τν περιμένει κανένας τάφος κα καμία πλάκα δν θ καλύψει τ σμα του, οτε κάποια λλοίωση θ ποστε τ πρόσωπό του.
Εχομαι, λοιπόν, ν γίνεις σ διος λιθοξόος τς καρδις σου, γι ν χαράξεις πάνω της τ Θεϊκ Λόγια. τσι θ πράξεις, πως καλλιτέχνης γαλματοποιός. Πρτα θ πάρεις τ κάθαρτο συμπαγς μάρμαρο κα μ τ βοήθεια το Θείου Λόγου θ κόψεις κα θ καθαρίσεις τν πέτρα π κάθε βρωμι κα ξένο σμα. πειτα θ κόψεις τ περιττ κομμάτια, πο νοχλον κα μποδίζουν τν πρόοδο το ργου κα τέλος θ δώσεις τ γενικ σχμα, στε ν ρχίσει ν χνοφαίνεται τ σχέδιο. Στ τέλος, ν εσαι σίγουρος πς σκληρ πέτρα θ «μοιάζει» πόλυτα μ τ πρωτότυπο. ταν τέλος, καταστρέψεις τ χρυσ εδωλο κα ποφύγεις τν πιθυμία τς πλεονεξίας, θ βλαστήσει ψυχή σου, πως ερατικ ράβδος το αρν.
Σκοπός σου στ ξς θ εναι ν νομαστες «φίλος του Θεο» φήνοντας κάθε πάθος κα κακία στ γ κα ναβλέποντας μόνον στ μεγάλα ψη τς ρετς
Θες μς πλασε κατ εκόνα κα μοίωσή Του. Τ πρτο βρίσκεται μφυτο μέσα μας, σο γι τ δεύτερο μόνον π τν δική μας καλ κα γαθ πρόθεση θ τ κατορθώσουμε, γιατί ναπτύσσεται μ κόπο πολ κα συνεχ πνευματικ νάβαση. Στν ρχ τς πορείας γι τν τελειότητα, ψυχ εναι κόμη δούλη τν παθν, μά, φθάνοντας στ τέλος ατς τς πορείας, εναι λεύθερη π τν κυριαρχία το κακο. Τ ποκορύφωμα ατς τς λευθερίας εναι τ ατεξούσιο, πο δηγε στν κούσια ποταγ στν Θεό. Τ μόνο πο θεωρε τότε ψυχ «τίμιο κα ράσμιο» εναι το ν εναι πιστ φίλη του Θεο.
Α
τ εχα ν σο κθέσω Καισάριε, νθρωπε το Θεο, ναφορικ μ τν τελειότητα το νάρετου βίου. ρετ λλωστε, δ βασίζεται μόνον στ γνώση κα στν περιττ μακρυγορία, λλ εναι ζήτημα κυρίως σωτερικς διάθεσης κα δίψας τς ψυχς. Γι’ ατ κα πόστολος Παλος χαρακτήρισε τος θηναίους, ς τομα πο ρέσκονταν μέν, στ ν νταλλάσουν πόψεις νεωτεριστικές, χωρς μως, ν προβάλλουν θέληση κα δίψα γι τν τέλεια γνώση το γαθο.

Σο
μίλησα γι τν μεγάλο κα σπουδαο Μωυσ πο ξιώθηκε ν νομαστε «φίλος του Θεο», πειδ μ τν πιμελ ζωή του, κατάφερε ν γγίξει τν τελειότητα. Γιατί χουμε γγίξει ληθινά το Τέλειο, ταν ποχωριζόμαστε π τὸν βίο τς κακίας, χι ς δολοι, πο φοβόμαστε τν τιμωρία, οτε σν στερόβουλοι νθρωποι, πο πιθυμον τ δίκαιη νταπόδοση κα νεργον τ γαθ μ τν προοπτικὴ τῆς νταμοιβς, μπορευόμενοι τν νάρετη ζω μ διάθεση συναλλαγματική, λλ βλέποντας πιὸ ψηλ π’ τ γαθά, πο μς περιμένουν στν μέλλουσα ζωή, ν ποσκοπομε μονάχα στν Φιλία το Θεο.
Μακάρι ν νομαστομε κάποτε φίλοι τοῦ Θεο, γιατί, δελφέ μου, ατ εναι κα τελειότητα το βίου.
μήν.


Σε ελεύθερη απόδοση της Ευγενίας Σοφρά - Μάθεση

 

Βιβλίο "Μωσαϊκή Ράβδος ... Βιβλικά Πατήματα Γ΄". Έκδοση τού Γραφείου Νεότητας και Κατηχήσεως τής Ιεράς Μητροπόλεως Μεγάρων και Σαλαμίνας, με δαπάνη τού Γενικού Ταμείου Έργων Φιλαδελφίας τής Ι. Μητρ. με επιμέλεια και θεολογική εισαγωγή τού π. Χρυσοστόμου Κουλουριώτη, με πρόνοια τού Σεβ. Μητροπ. Μεγάρων και και Σαλαμίνος Βαρθολομαίου. Επτάλοφος ΑΒΕΕ. Μάιος 2008.
πηγή : orthopraxia.blogspot.com, oodegr.com